Ὁ τελευταῖος Γλύξμπουρκ (ἂν εἴμαστε τυχεροί)
- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε σὰν ὄνειρο ἡ μάσα
ποὺ ἔτρωγε ἀπ' τὸν λαό;
- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα
καὶ δὲν φαντάζεσαι χαρά, ποὺ ἦταν μὲς στὴν κάσα
κι ἄρχισα νὰ χοροπηδῶ.
- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ἐπῆγε στὸν ἀγύριστο, παιδάκι μου, ἡ φύρα.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήσει;
- Ὄχι, παιδί μου! Μόν' καιρούς,
στὸν τάφο τοῦ ἀπάνω
πηγαίνει κάποιος μὲ οὔμπαλα
νὰ τόνε κατουρήσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ἀργὰ τὴ νύχτα, γιόκα μου,
κρυφὰ ἀπὸ τοὺς μπάτσους
πηγαίνουν καὶ τὸν κατουροῦν.
Μὰ τό 'φερε ἡ Μοῖρα
ἀπὸ τὴ φύρα ποῦ 'φυγε
ἄλλες, χειρότερες νά 'ρθούν.
Κι ἀντὶ ὁ καιρὸς νὰ ὁρίσει
οἱ ἀνθρῶποι τάχα νὰ ξυπνοῦν
κάποια κατάρα ἄδικη
τοὺς ἔχει ὅλους κοιμήσει.
Θ. Σίδερης, 11/01/2023