Περιμετρική Πατρών,
Κόμβος Εγλυκάδος
Να ήταν, λέει,
η είσοδος στον μεγάλο δρόμο
να μη σε οδηγούσε στη δουλειά.
Ανοιχτός ο δρόμος και
το ταξίδι συνεχές
-όχι βεβαίως αέναο,
αλλά και γιατί όχι;-.
Δέντρα σε
λιβάδια
πλαγιές
να λούζονται στον ήλιο
ακρογιαλιές να
χαϊδεύονται
από τη θάλασσα
κι εκείνη
με τη
σειρά της
να πίνει
βροχή.
Γεμάτο το ντεπόζιτο
με καύσιμα
και το κεφάλι σου άδειο.
Κάπου κάπου μόνο
η μορφή της στο διπλανό κάθισμα
να σπάει κάθε σκοτάδι
και
το γέλιο της
να βγαίνει απ’ τα παράθυρα
του αυτοκινήτου
έξω
στον
αέρα.
Οι σήραγγες να
φαίνονται λαγούμια
να ξεκινάς να αλλάζεις.
Στις γέφυρες
να νοιώθεις πως πετάς
μετέωρος στο μπροστά και το πίσω.
Να ψηλώνεις.
Να μη σε χωράει το κάθισμα.
Ο τόπος να μη σε χωρά.
Πρόσωπο
δόντια
μάτια.
Να αλλάζεις
μα ίδιον να σε δείχνει ο καθρέφτης.
Κι όταν φτάσεις όπου φτάσεις
όταν πεις
πως θα
σταματήσεις κάπου
έστω για λίγο
το πόδι σου να τραντάζει το χώμα
και να λάμπει ο ήλιος.
Να λάμπει.
Θ. Σίδερης, 11/03/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου