Κι όπως προχωρούσε
σ' εκείνα τα μονοπάτια που
ακούγονταν άλλοτε ψίθυροι
άλλοτε ουρλιαχτά από τον φόβο του κενού
ήχοι από κεφάλια που χτυπούσαν σε τοίχους
κραυγές και μουρμουρητά από ιδρωμένες λαγόνες
κι όπως περπατούσε
σ' εκείνους τους δρόμους
που μέρα-νύχτα έκαιγε η άσφαλτος
και κάπου κάπου ξεχνούσε κι ο ίδιος ν' ανασάνει
τότε ξεκίνησε να τρέχει.
Στην αρχή ρυθμικά
έπειτα όσο πιο γρήγορα μπορούσε
ουρλιάζοντας
ανάσα
ξανά ουρλιαχτό
μόνο μπροστά
τα χέρια ανοιχτά και τεντωμένα.
Στα ίδια μονοπάτια
στους ίδιους δρόμους
ανάδευε τώρα με τα χέρια του το σκοτάδι
και κάπου κάπου στ' ακροδάχτυλα
ξεκινούσε να αστράφτει το φως.
Θ. Σίδερης 10/07/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου