Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Παίξε με τα μαλλιά μου.
Δώσε μου μικρά κομμάτια από γέλιο
βλέμματα που να κρύβουν ηδονές.
Τάχα αθώα...τάχα ήρεμη
να παίζεις με τη γύμνια μου
και στο κορμί σου να αναδεύονται θελήσεις.
Παίξε με τα μαλλιά μου.
Κι αν ακούσεις να βγάζω μικρές κραυγές
σαν τα τραβάς
με τα δάχτυλα πλεγμένα στις μπούκλες
μη λυπηθείς.
Εσένα φωνάζω.

Θ. Σίδερης, 13/12/2012

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Η όμορφη της φύσης σου αγάπη

Η όμορφη της φύσης σου αγάπη
========================

Είναι
το χαμηλωμένο βλέμμα
                                           οι ψίθυροι των «Ναι» σου
οι μελανιές στους καρπούς
                                           κι οι μουδιασμένοι αστράγαλοι
τα δαγκωμένα χείλη
οι αμυχές στην πλάτη και
                                           στα σημεία της σάρκας σου που με καλούν τη νύχτα
οι οργασμοί που τρέχουν από τα μάτια σου

που με κάνουν να σ' αγαπώ περισσότερο.


Θ. Σίδερης, 03/12/2012

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Κάποιοι μίλησαν για σκιές.
Κάποιοι μίλησαν για σύννεφα.
Δεν ήσαν.
Βράχια ήσαν, μετέωρα στον αέρα.
Ήρθαν από την πίσω πλευρά
(οι συνθήκες υπήρχαν βεβαίως)
δεν φαίνονταν στον Ορίζοντα.
Έκλεισε ο ουρανός και
άρχισε σιγά σιγά να βρέχει σκόνη.
Δεν ξυπνούσαμε.
Δεν ξυπνούσαμε, το καταλαβαίνεις;
Κι όμως
κάπου κάπου
έβλεπε κανείς χέρια να γράφουν
έβλεπε μάτια
αστραπές από φλας
άκουγε μουσικές και
κορμιά χόρευαν ανάμεσα σε καλοχτισμένα σπίτια.
Φευγαλέες εικόνες, θα πεις.
Γέλια γύρω από τραπέζια με τσίπουρο, σου απαντώ.
Ξέρεις τι διαλύει τον βράχο στον Ορίζοντα;
Το άϋλο.

Θ. Σίδερης, 15/11/2012
Στον Λάμπρο Λίβο
 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Το τραπέζι


Το τραπέζι
========

Μας είπαν
-στον καθένα ξεχωριστά-
«Έλα και κάθισε.
Είναι όλα έτοιμα.».
Στρωμένο το τραπέζι με
λογιών λογιών φαγητά
ευωδιαστά τάχα
από άλλες χώρες
-τα πιο πολλά άνοστα-
και
κρασιά σε
όμορφες φιάλες
με πολύχρωμες ετικέτες.
Αφήσαμε παράμερα
τις  ζεστές πίττες που
ζύμωναν γυναίκες με μαντίλια
το
φρέσκο ζυμωτό ψωμί και
τις ελιές στο λάδι και το ξύδι
-πόσες χιλιάδες χρόνια τώρα,
ακόμη «κολυμπάδες» τις λένε τούτες-
το κρασί στις
παλιές νταμιτζάνες.
Τώρα, στις κεφαλές της τάβλας
οι θέσεις είναι φυλαγμένες κενές.
Κάθε φορά κάποιος φτάνει
και βάζει εκεί να καθίσουν φαντάσματα.
Κι εμείς ακόμη ονειρευόμαστε
ποιό θα είναι το επόμενο πιάτο
πότε η μέρα θα γίνει ηλιόλουστη.
Κλέβουμε κομμάτια από το ψωμί
και κρυφογελάμε περήφανοι.
Φοβισμένοι.
Κανείς όμως
κανείς
δεν τολμά να πει φωναχτά
εκείνο που σκέφτονται λίγοι
εκείνο που νοιώθουν όλοι.
Πώς θέλουμε να γευματίσουμε στο φως
Πώς τολμάμε να το θέλουμε
Αν πρώτα δεν γευτούμε το σκοτάδι;

Θ. Σίδερης 01/11/2012

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Τώρα κατάλαβα
γιατί σου αρέσει τούτη η εποχή
το Φθινόπωρο.
Πρώτα απ' όλα
είναι ο αέρας.
Παρασέρνει μικρά κλαράκια, ξεραμμένα φύλλα
σβώλους μικρούς από
χώμα και σκόνη
στεγνώνει δάκρυα
-δεν τα σβήνει˙ σβήνουν τα δάκρυα;
Κάποια σβήνουν, λες...-
φέρνει στο πρόσωπο
στα μάτια
μια αίσθηση φρέσκου
καινούριου.
Έπειτα, είναι η βροχή.
Ξεπλένει ό,τι απέμεινε
από περασμένες μέρες
ό,τι δεν μπόρεσε να πάρει το αεράκι
σχηματίζει ρυάκια
βλέπεις
μέσα τους να κυλούν κομματάκια από λάσπη και
στιγμές που πρέπει να φύγουν.
Και, τέλος,
είναι η παγωνιά
(και το χιόνι που έρχεται αργότερα).
Τούτη η ψυχρή κουβέρτα που φυλάει
άθικτους τους σπόρους της δεδομένης στιγμής
τους τρέφει με σκέψεις, με εικόνες και ήχους
με γνώσεις
πελώρια δέντρα συμπυκνωμένα
δάση ολόκληρα μέσα σου
και πέλαγα.
Ξέρω γιατί σου αρέσει τούτη η εποχή.
Είναι οι μέρες που αλλάζεις τον χάρτη σου.

Θ. Σίδερης 30/10/2012

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Οκτώβριος 2012

Οκτώβριος 2012
=============

Όλα όσα δεν ήθελες να γίνεις
γίνεσαι.
Και να που τώρα ξεκινούν
να τρέχουν τα ποτάμια
και η δίψα σιγά σιγά να φεύγει.
Τι κι αν μένει πια κενό κάθε νύχτα;
Τι κι αν κάθε πρωΐ ζητάς πάλι νερό;
Σημασία έχει που νοιώθεις πως
ήρθε πια ο καιρός σου
(παρ' όλο που μπορεί και
να μην είναι έτσι, ξέρεις).
Είναι, βεβαίως, μία φάση.
Κάνεις έναν μικρό κύκλο, προχωρώντας
μπροστά
για να βρεθείς στο επόμενο επίπεδο
της ελικοειδούς κινήσεως.
Πόσο όμορφο είναι να
«αφήνεις» για λίγο τα πιστεύω σου
για να τα βρεις πάλι πιο ισχυρά

(και να αφήνεις για πολύ τις συνήθειές σου
για να μην τις ξαναβρείς -μακάρι!- ποτέ!).
Πόσο όμορφο είναι
να μην φοβάσαι!

Θ. Σίδερης, 09/10/2012

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Φθινοπωρινό(ν)

Φθινοπωρινό(ν)
============

Και, καλά,
πήρες την άμμο
δάκρυα θαλασσινό νερό
έφτιαξες τον σύντροφό σου
όπως ήθελες,
ονομάτισες μέλη αγαπημένα από κορμιά και
γεύτηκες κομμάτια από σάρκες.
Και, πιο πέρα ακόμη,
τον κόσμο γύρω σου έπλασες με τα μάτια σου και
ορισμένες από τις καταστάσεις.
Τύλιξες το κάθε τι σε πανιά από λέξεις
(πολλές φορές
δίχως καν να μπεις στον κόπο να κοιτάξεις).
Περπατούσες χαρούμενη που τόσο ωραία τα είχες καταφέρει.
Τώρα;
Τώρα που εξατμίστηκε το νερό από το πρόπλασμα
και η άμμος στεγνή σου τρώει τα δάχτυλα
τί κατάλαβες;
Χάθηκε να πάρεις ένα σύννεφο να χτίσεις κόσμους;
Τί;
Δεν έχει υπόσταση το σύννεφο;
Τρομάρα σου!

Θ. Σίδερης, 17-18/09/2012

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Το ξέρεις πως
οι δειλοί άνθρωποι κρύβουν μέσα τους
έναν κατά συρροή δολοφόνο;
Σκέψου το λίγο.
Πρώτα πρώτα
τον ίδιο τον εαυτό τους
έπειτα
εκείνους γύρω τους
που τους ξυπνούν τη δύναμη
την καταπίεση
σκοτώνουν το κάτι που θα τους κρατούσε την αθωότητα
την καλοσύνη
ό,τι θα τους έκανε πιο ζωντανούς.
Και, τέλος, σκοτώνουν τον έρωτα
τη ζωή
το θάρρος και την κραυγή τους
κάποιον έρωτα που φοβήθηκαν να ζήσουν
κι ίσως
κάποιες φορές
τους πιο ισχυρούς δυνάστες
σε μια έκρηξη απόγνωσης
σε μια προσπάθεια να αποτινάξουν τα δεσμά
να γυρίσουν πίσω
να ξεκινήσουν από την αρχή.

Θ. Σίδερης, 01/07/2012

(Έμπνευση: Ο κύριος Επισκοπάκης / Η εξομολόγηση ενός δειλού, Ανδρέας Μήτσου).
Σε έναν τόπο
που στολίζουμε τους τάφους με
ψεύτικα λουλούδια
(τα φυσικά μαραίνονται γρήγορα)
γλάστρες με πρασινάδες
λευκά χαλίκια να αστράφτουν στον ήλιο
τί περιμένεις;
Σε έναν τόπο που
πλακώνουμε τους τάφους με
πλάκες από μάρμαρο
με χάλκινους κρίκους
(κάποιος βέβαια
θα χρειαστεί να τους σηκώσει
για να βάλει μέσα τον επόμενο)
τί ελπίδα υπάρχει;
Ξεχάσαμε τους απλούς σταυρούς
ξύλο ή μάρμαρο
το χώμα
που τώρα πια μόνο στους ξεχασμένους υπάρχει.
Πάλι καλά που τα Σάββατα
μυρίζει κανείς ακόμη το λιβάνι
βλέπει αναμμένα καντήλια.
Αυτά
-θυμήσου το-
αυτά θα ανάψουν πάλι τη φλόγα,
είτε αναμμένα
είτε σβηστά.

Θ. Σίδερης, 30/06 και 01/07/2012

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Κι εκεί που
ήμασταν
βυθισμένοι σ' εκείνη την παράξενη θλίψη
(δεν υπήρχαν, βλέπεις, καθρέφτες,
δεν παίρναμε χαμπάρι βλέποντας
ο ένας το αίμα στο στόμα
στα χέρια του άλλου)
συννεφιά γύρω και
θαμπά τα χρώματα
το χώμα ξερό και
τα δέντρα κίτρινα ακόμη και την Άνοιξη,
σαν να ήρθαμε ξαφνικά σε συναίσθηση.
Κάποιοι
εκείνοι που από την αρχή είχαν το θάρρος
να τους βαραίνει τα γόνατα
και τις πλάτες
μας έπιασαν απαλά από τους ώμους.
Πήραν νερό
μας έπλυναν τα στόματα
τα πρόσωπα
κάποιοι μας συνόδεψαν στα σπίτια μας.
Έβγαινε το μίσος
μαύρος καπνός
δύσοσμος
από τις καμινάδες.
Εκεί που
όλα γύρω ήταν
ένα κιτρινισμένο
χολιασμένο τοπίο
κι ας μην ήμασταν έτοιμοι ακόμη εμείς
άρχισαν τα σήμαντρα να σημαίνουν Ανάσταση

Θ. Σίδερης, 20/06/2012

(Δυο κάρβουνα στο θυμιατό
και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά
στ' ανώφλι της πατρίδας
                    Γ. Ρίτσος, «Αυγή»)

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Ερωτεύτηκε τη θάλασσα....

Ερωτεύτηκε τη θάλασσα....
=====================

Ήταν κάποτε
κάπου (εδώ, σε μας, να πω την αλήθεια)
ένας άντρας
που
(άκου να δεις τώρα)
τόσο πολύ ερωτεύτηκε τη θάλασσα
που τη δάγκωνε.
Έμπαινε μέσα της
ανάδευε τον βυθό
έψαχνε
φύκια και κοράλλια
της έπαιρνε
τα σκουπίδια που άλλοι άφηναν μέσα της για χρόνια.
Κολυμπούσε γαλήνιος
εκείνη τον τύλιγε
κι εκείνος αναμόχλευε τις σκέψεις του
τις έπλαθε μαζί με το νερό και το αλάτι της
κι έβγαινε πάντα διαφορετικός
(όχι όλες τις φορές καλύτερος).
Κι ένα βράδυ
-αν θυμάμαι καλά ήταν Αύγουστος-
Πανσέληνος χάϊδευε τα βότσαλα και τα κύματα
μπήκε σιγά σιγά ολόγυμνος μέσα της.
Δεν τον ξαναείδαμε.
Μόνο κάπου κάπου
το καταμεσήμερο ή
αργά τη νύχτα,
όταν ο Ήλιος ή η Σελήνη
κόβουν το υγρό κορμί στη μέση
βλέπουμε στον Ορίζοντα μια μικρή φιγούρα να μας χαιρετά.
Νομίζω πως
μόνο εγώ ξέρω πως είναι ευτυχισμένος.

Θ. Σίδερης, 15/06/2012

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Θερινό(ν)

Θερινό(ν)
========

Κι άλλο δεν ήθελα
τούτες τις μέρες
που ο ήλιος ξεκινά
με το ζεστό το χάδι
και καταλήγει
να κρατά στην κάψα του τα πάντα,
άλλο δεν ήθελα
τούτα τα βράδια
που ερωτεύονται σαν τρελλά τα τριζόνια
και μυρίζει ο αέρας νυχτολούλουδο και
φρούτα,
παρά να σε έχω μπροστά μου
καλυμμένη
με την άμμο μιας αμμουδιάς που στέγνωσε πάνω σου.
Και λίγο λίγο
να την αφαιρώ με τα δάχτυλά μου
κι έπειτα με τα χείλη μου
να παίρνω
απ΄ την καθαρισμένη σάρκα το αλάτι.
Γελάς;
Σκέψου...
...θα 'ταν η ευκαιρία μου
ν' αγγίζω αμέτρητες φορές το σώμα σου.

Θ. Σίδερης, 14/06/2012

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Οι ξένοι

 Οι ξένοι
========


Τους ακούς τους καλπασμούς
από τις οπλές;
Τα τσεκούρια που σφυρίζουν στον αέρα
τα ακούς;
Όχι ακόμη...
...τον κουρνιαχτό τον βλέπεις;
Νοιώθεις τον
φόβο που ξυπνάει μέσα σου;
Τους χτύπους της καρδιάς σου
που πληθαίνουν;
Εκεί βρίσκονται οι καβαλάρηδες που έρχονται.
Από εκεί ξεκινούν.
Έχουν στα πρόσωπά τους
κρεμασμένους καθρέφτες
τον εαυτό σου θα δεις κοιτάζοντάς τους.
Και, ξέρεις, δεν έρχονται για εκείνους
για εμάς έρχονται.
Εμείς σωπαίναμε.

Θ. Σίδερης, 07/06/2012


Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Και, προπαντός, μην κοιτάζεις πίσω.
Το βλέμμα του ανιψιού σου μονάχα,
το γέλιο
τις μισές λέξεις.
Τα βλέμματα των ανθρώπων, ναι
και τα γέλια
να διαβάζεις.
Την κουπαστή από ένα πλοίο που ταξιδεύει
χάϊδεψε με το χέρι σου
και κράτα το αλάτι στην παλάμη
τα δάχτυλα ανοιχτά
να περνά ανάμεσά τους ο αέρας.
Και τα μαλλιά
λύσε
ν' ανεμίζουν όπως τα κομμένα σκοινιά.
Με μισόκλειστα μάτια κοίτα τον ήλιο και
αφέσου να υπάρχεις.
Ούτε παρελθόν
ούτε παρόν
ούτε σκέψεις.
Μονάχη σου χαρούμενη
να γεμίζεις τον εαυτό σου με ανάσες.
Κι έτσι θα δεις
πως θα ξεκινήσεις ξανά να ανεμίζεις
να αρμενίζεις
στον κόσμο.

(Στην Β.Φ.)

Θ. Σίδερης, 31/05/2012

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Λίαν συντόμως....

Λίαν συντόμως....
==============

Σύντομα
θα πάψουν τα τραγούδια που ακούγονται
από το σπίτι του γείτονα.
Θα ακούγονται
μόνο κραυγές και αλαλαγμοί πολέμου
κλάμματα
αρνήσεις και παρακάλια.
Σύντομα
θα πάψουν οι υπερβολές στα τραπέζια
το φαγητό που πετιέται στα σκουπίδια
(ουτε καν στα σκυλιά!)
και τα ποτάμια κρασί που
φέρνουν την παράταση της λήθης.
Α, σύντομα
πολύ σύντομα
θα σταματήσουν οι κύριοι διευθυντές
να έχουν υπαλλήλους
εραστές και ερωμένες
αυτοϊκανοποιήσεις εξουσίας
και στον καθρέφτη θα κοιτάζουν
την ύπαρξη που δεν έμαθαν
κι ούτε θα μάθουν βεβαίως,
γκρεμισμένοι.
Σύντομα
θα μάθουμε ξανά να μοιραζόμαστε το ψωμί
και την ασπιρίνη
το χαμόγελο και το χάδι τ' αληθινό
την αγκαλιά και το λάθος
την πίστη.
Κι έπειτα;
Έπειτα, εμείς
οι σακατεμένοι
οι λαθεμένοι
με μώλωπες και σχισμένες σάρκες
θα πιάσουμε στα χέρια μας πέτρες και,
ξανά όπως πρώτα
δεν θα τις πετάμε ο ένας στον άλλον
αλλά θα χτίζουμε σπίτια.

Θ. Σίδερης 29-30/05/2012

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Θυμάσαι την αγκαλιά;
Το άγγιγμα και το χάδι στο πρόσωπο
τα θυμάσαι;
Κι εκείνες τις στιγμές
που σώματα άγγιζαν σε σώματα
μάτια καρφώνονταν σε μάτια
και οι ανάσες σταματούσαν για λίγο;
Εγώ όχι.
Άλλα ήθελα να ξεχάσω
άλλα ξέχασα.

Θ. Σίδερης, 24/05/2012

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Θέλω να είμαι έτοιμος

Θέλω να είμαι έτοιμος
==================

Θέλω να είμαι έτοιμος να φύγω.
Δεν θέλω ούτε παιδιά ούτε σκυλιά
ούτε γυναίκα να μου τρώει τα σωθικά
και να με κάνει να πεθαίνω λίγο λίγο.

Θέλω να είμαι έτοιμος να φύγω
χωρίς καμιά απ'τις υποχρεώσεις
που σε φέρνουνε σιγά σιγά να λιώσεις
και που σε κάνουνε να νοιωθεις σαν κολίγο.

Όμως μια μέρα θα τα καταφέρω
και θα πετάξω από πάνω μου τα βάρη.
κι όταν θα έρθει ο Χάρος να με πάρει
κάποια ζωή ότι έζησα θα ξέρω.


Θ. Σίδερης, 27/04/2012

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Πορεία

(Σ' Εκείνη)

Στην αρχή
ήταν εκείνες οι μέρες που
ίδρωναν με το βλέμμα και
οι ανάσες γίνονταν κοφτές
από μόνες τους
τα
αγγίγματα δεν σταματούσαν και
ολόγυρα υπήρχε ένα πέπλο θολο από υγρασία
που μας τύλιγε.
Θυμάσαι;
Κι έπειτα
ήταν εκείνη η πορεία που
δεν έπαυε να υπάρχει το «θέλω»
δεν έπαυε να υπάρχει το «είμαι»
το «εδώ»
το «μαζί σου».
Όχι πως ήσαν όλες οι μέρες με λιακάδα
(Θυμάσαι τις συννεφιές μας;).
Και τώρα
που οι πτυχές στα πρόσωπα και τα κορμιά
κοντεύουν να γίνουν πιο πολλές
απ' τις πτυχές στα σεντόνια
τώρα που
τα βλέμματα κρύβουν ακόμη τη σπίθα και
κρυφά χαμόγελα μας ντύνουν τον ύπνο
σε θέλω περισσότερο από τότε.

Θ. Σίδερης 06/04/2012

Πρόταση

Σαν μετέωρο μες στο νερό
σώμα αδρανές, ούτε βαρύτερο
ούτε ελαφρύτερο
παρά μόνο αδρανές
έτσι να βλέπεις τον εαυτό σου
να μπαίνεις σιγά σιγά στο λαγούμι μέσα σου
και σκάβοντας να βρίσκεις τα κρυμμένα
θησαυρούς από διαμάντια και κομμάτια χρυσό
και άνθρακες θαμμένους στα πετρώματα
(μη τους νομίζεις άχρηστους).
Κάρβουνα από παλιές φωτιές
μισοκαμμένα ξύλα
αποφάγια και σκουπίδια που κάποτε είπες
«Θα τα πετάξω.»

αλλά έπειτα προχώρησες και τ' άφησες πίσω.
Σαν μετέωρο μέσα στο νερό
σώμα αδρανές στη σιωπή
έτσι να φέρεις τον εαυτό σου, σ' αυτήν την κατάσταση.
Να μην το βαρυέσαι.
Ξέρεις πόσες αντάρες και κεραυνούς,
θύελλες και τέρατα
και βαθιά πηγάδια
κρύβει η σιωπή;
Κι όταν πια φωτίσεις όλο το σπήλαιο
εκείνο το ορυχείο που σκάβεις λίγο λίγο μέσα σου
-θυμήσου τα λόγια μου-
θα δεις (ξαφνικά συνήθως) πως είναι
πεδιάδα ηλιόλουστη την Άνοιξη
γεμάτη φως και χρώματα και μυρωδιές
και κατάνυξη.


Θ. Σίδερης, 03/04/2012

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Τα καταραμένα πλεχτά

Ειν' τα πλεχτά μου καμωμένα από λέξεις.
Άλλες βαλμένες στη δροσιά, κι άλλες καυτές.
Μπορείς να πάρεις όποιες θες για να διαλέξεις
και να μιλήσεις στην αγάπη σου μ' αυτές.

Ειν' τα πλεχτά μου καμωμένα από λέξεις.
Άλλες καθάριες σαν νερό, κι άλλες θολές.
Χειρίσου τες με προσοχή˙ και να μην παίξεις.
Το φταίξιμο πως ειν' δικό μου να μη λες.

Μα ένας φόβος πια σκεπάζει τις βελόνες
που κυβερνάνε της ζωής μου τους αιώνες
πως μια κατάρα έχουν τα πλεχτά μου μάλλον.

Κι αν είναι μες στο φως ή το σκοτάδι
αν ειν' σκληρά ή μαλακά όπως το χάδι
ειν'τα πλεχτά μου για τους έρωτες των άλλων.


Θ. Σίδερης, 12 κ΄ 13/03/2012

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Ημίφως

Ήταν
το μισόκλειστο παντζούρι
η ζέστη που 'χε μείνει κλεισμένη
στο δωμάτιο
οι αχτίνες του ήλιου που τρύπωναν
οι ξέπνοοι ήχοι της πόλης απ' έξω.
Κι ήταν
το σώμα σου ξαπλωμένο ανάσκελα
με κείνη την ελαφρά κλίση
(η μανία σου να πιάνεις όλο το στρώμα
αν μπορούσες!)
τα χέρια σου στα πλαϊνά
του μαξιλαριού.
Κι ήταν
εκείνο το λευκό μπλουζάκι
και η φούστα που 'χες ανεβάσει
ψηλά.
Ήταν ο ύπνος σου.
Ήσουν εσύ.
Ο ιδρώτας στο λαιμό και τα στήθη
οι αχτίνες του ήλιου στους μηρούς σου.
Πώς θα μπορούσα να αντέξω;
Κι όταν οι ψίθυροι έγιναν βογγητά
και τα βογγητά μικρές κραυγές
και οι κραυγές πάλι χαμόγελα και ψίθυροι
ήταν
τα χέρια σου στο πρόσωπό μου και
το βλέμμα σου
που μου θύμισαν
πόσο χαίρομαι κάθε φορά που μαθαίνω το σώμα σου.

Θ. Σίδερης, 14/02/2012

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Αιθεροβάμων

Κι εσένα που σου άρεσε
να πατάς πάνω στα σύννεφα!
Με σύννεφα σχημάτιζες λέξεις
με υδρατμούς από βροχές και δάκρυα
ζωγράφιζες φράσεις.
Και περίμενες τάχα
παρόμοιο χέρι να πιάσει το χέρι σου
να πιει τις λέξεις σου.
Τώρα;
Μικρέ περπατητή των άστρων;
Τι λες τώρα;
Που σκλήρυναν τα σύννεφα και
    μόνο οδοστρώματα γύρω λερωμένα με αποτσίγαρα
    έμειναν να πατήσεις;
Τώρα
μικρέ περπατητή των αιθέρων
πρέπει να φτιάξεις δικά σου μονοπάτια στα νέφη...

Θ. Σίδερης, 31/01/2012

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Στόρια κλειστά

Ήταν
μια μυρωδιά αδιόρατη από σάρκα
γεύσεις από ιδρώτα και
στα αυτιά μου ήχοι από ψιθύρους.
Κι ήταν
αγγίγματα σε αγγίγματα και
στο σκοτάδι έλαμπαν φώτα
στραφτάλιζε το χνούδι στη γύμνια σου
να μαθαίνω τον δρόμο.
Κι όταν ήρθε η στιγμή
που πρόφερες το όνομά μου με βογγητά
και τα νύχια καρφώνονταν στην πλάτη
ήταν τότε
που έμαθα κι εγώ να προφέρω τις λέξεις αλλιώς.
Ήταν τότε
που έμαθα κι εγώ να προφέρω τις λέξεις σωστά.

Θ. Σίδερης 27/01/2012

27/01/2012

Σπείραμε
    με λάθος τρόπο
        σε λάθος χωράφια.
Αντί να χώσουμε τα δάχτυλά μας
    βαθιά στη γη
να νοιώσουμε
        την πνοή του γεωσκώληκα
        την υγρασία απ'το χώμα και
        την υπόσχεση του σπόρου
        τις συμβουλές που κρύβουν οι τάφοι
Εμείς
    σκάβαμε ο ένας τα σπλάχνα του άλλου
         με υποσχέσεις και θυμούς
         ιδρώτες και τίποτα
         εγωϊσμούς και εκμετάλλευση.
Τώρα;
Τώρα δεν μένει πια παρά
    να νοιώσουμε τον πόνο της πρόσκρουσης
    και ματωμένοι να σηκωθούμε ξανά.
Α, ναι.
Πάντα ματωμένοι προχωρούσαμε
δεν θυμάσαι;
Δεν θυμάσαι.
Είναι μικρή η μνήμη μας.

Θ. Σίδερης, 26-27/01/2012