Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Αυχενικό Σύνδρομο

Αυχενικό Σύνδρομο

Δεν μπορώ
να στρέψω προς τα πίσω
τον αυχένα μου.
Ευθεία κοιτώ
            στα πλάγια στρέφω λίγο
το κεφάλι.
Μα όταν
προσπαθώ
να κοιτάξω πίσω
πονάω.
Και κάτω, να κοιτάξω
            τα πόδια μου
τα ίδια.
Αδύνατον.
Με παρηγορεί η φωνή
που λέει
«Τα πόδια σου ξέρουν που
πατούν.
Εσύ κοίτα τον Ορίζοντα.».

Θ. Σίδερης, 24-25/11/2015

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ο Αθάνατος

Ο Αθάνατος

I
Ήταν ένας άνθρωπος
που
ένας θρύλος λέει
πως έμεινε Αθάνατος
επειδή κάθε τόσο
σκότωνε τον εαυτό του.


II
Έβαζε λένε
στον κρόταφό του
μια πένα
ή
ένα μολύβι
και
πυροβολούσε.
Γέμιζε το μυαλό του
με μελάνι
ξεχείλιζε από το στόμα
τη μύτη του
ο γραφίτης
περνούσε με ταχύτητα
μέσα από τους νευρώνες.
Έφτυνε λέξεις
έγραφε ζωές
κι έπειτα πέθαινε.


III
Την επόμενη μέρα
ολοζώντανος ξανά
περπατούσε ανάμεσά μας.


IV
Άλλοτε πάλι
πήγαινε στον γενέθλιο
τόπο του.
Βουτούσε στη θάλασσα
και κρατούσε την
αναπνοή του
όσο μπορούσε.
Κοιτούσε τον βυθό
έψαχνε σημεία-θαύματα
κι όταν κόντευε να
πνιγεί
ανέβαινε στην επιφάνεια.
Τούτο τον γλίτωνε.
Να ζει τις ομορφιές
ίσα που να πεθάνει.
-Δύσμοιρε!-
τον φώναξε κάποιος
-Αν δεν σε σκοτώσει
η ομορφιά
τί ζεις;-
Δεν τον ένοιαζε.
Κάθε μέρα πέθαινε.
Η ομορφιά είναι για να σε ζωντανεύει
ψιθύριζε.


V
Τελευταία φορά που τον είδα
ήταν πίσω από έναν καθρέφτη
και μου φάνηκε αγέραστος.

Θ. Σίδερης, 1-3/11/2015

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Το Όνειρο

Το Όνειρο

I
Είδα στον ύπνο μου
            απόψε
πως περπατούσα
ξυπόλητος
σε ένα χωράφι
            γεμάτο με αγκάθια.
Δεν πονούσα
            (σπάνια πονά κανείς στα όνειρα
νοιώθει όμως τη φρίκη του πόνου και του φόβου).
Ηλιόλουστη η μέρα μα
            -άκου τώρα!-
από πάνω μου έλαμπαν αστέρια!
Σε είδα
            μακριά
            στην άκρη του χωραφιού.


II
Σιγά σιγά
στο χωράφι άνοιξε μονοπάτι.
Μα πάντα εκεί τα αγκάθια
και πάντα εκεί τα αστέρια.
Φαινόσουν τώρα
            καλύτερα.
Πλησίαζα
χαμογελούσες
και στα χέρια σου κρατούσες μαχαίρι.


III
Περπατούσαμε μαζί
αμμουδιά τώρα
στα πόδια μου.
Εκεί που
            έχω τον κιρσό
άνοιξε
            και άρχισε στη γάμπα
και τον μηρό μου
να ανεβαίνει κισσός.
Άνθισε
            στα σκέλια μου
έβγαλε
            περίεργα εύοσμα φρούτα.
Συνέχιζες να χαμογελάς
            μα ήταν εκεί που μου κάρφωσες το μαχαίρι.


IV
Ούτε τότε ένοιωσα πόνο.
Μόνο την ανατριχίλα της λάμας
και τον τρόμο του χαμόγελού σου.
Έμεινα για ώρα
            με το μαχαίρι καρφωμένο κατάστηθα.
Ένοιωθα
να περνά την καρδιά μου.
Στα πόδια μου
            ξαναφύτρωσαν αγκάθια
άφηναν λέει πληγές.
Έπεφταν τα αστέρια.
Ο ουρανός συννέφιασε
και πήρε να βρέχει.
«Δεν αντέχω τη βροχή»
είπες.
Έφυγες.


V
Μόνος τράβηξα
το μαχαίρι.
Μόνος ξερίζωσα
τον κισσό.
Μόνος σήκωσα
τα ματωμένα πόδια μου από τα αγκάθια.
Μόνος του βγήκε ξανά
            ο ήλιος
            υπέρλαμπρος.
Και στη θάλασσα
βουτώντας ως τη μέση
ξέπλενα τα αίματα.

Θ. Σίδερης, 29/10/2015