Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

I
Θέλησα να φύγω
μα δεν είχα πόδια
και με τα χέρια
σερνόμενος,
κατέβηκα τη σκάλα.
Κάποιες φορές κατρακύλησα.
Στο δρόμο
            μάζευα σκόνες
φύλλα
ποιός ξέρει αν
            είχε φτύσει κάποιος
εκεί που σερνόμουν.
Ώρες μου πήρε.
Ώρες, ακούς;
Να φτάσω το νερό.
Έπεσα μέσα
και κολύμπησα.

II
Κολυμπούσα
μόνο με τα χέρια
κάπου κάπου
            βουτούσα το κεφάλι
κάτω από το νερό
και ο βυθός
σπαρμένος με πτώματα.
«Είμαστε οι αδικημένοι»
έλεγαν.
Κανείς
            κανείς δεν φώναζε.
Περπατούσαν θαρρείς
ζούσαν
σε κόσμο δικό τους.
«Έλα»
            μου είπαν.
Μου φώναζαν
            «Έλα».
Κι εγώ
            μαζί τους στο βυθό
            βρήκα πόδια.


III
Βρήκα πόδια
            και
ξεκίνησα μαζί τους να ζω.
            Μα ούτε στον κόσμο ένοιωθα
            ούτε στους αδικημένους πως ανήκω.
Μόνο κοιτούσα τα χέρια μου
κι έβλεπα πως
            έλειπε πηλός.
Με τα πόδια
            -τα πόδια, ακούς;!
            Τα πόδια!-
στο βυθό περπατώντας
έφτασα στο πιο
κοντινό νησί.
Βγήκα στη στεριά
            και μουσκεμένος
χόρευα.

IV
Χόρευα
            και πλάϊ μου
άκουγα
τον παφλασμό της
θάλασσας.
Μακριά
βροντές βροχής
μπουμπουνητά
μύριζα τον άνεμο.
Γυμνώθηκα
απέναντι στη μέρα.
Κι όταν ήρθε το βράδυ
            με βρήκε ζωντανό.

Θ. Σίδερης, 16-24/07/2015