Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Ημίφως

Ήταν
το μισόκλειστο παντζούρι
η ζέστη που 'χε μείνει κλεισμένη
στο δωμάτιο
οι αχτίνες του ήλιου που τρύπωναν
οι ξέπνοοι ήχοι της πόλης απ' έξω.
Κι ήταν
το σώμα σου ξαπλωμένο ανάσκελα
με κείνη την ελαφρά κλίση
(η μανία σου να πιάνεις όλο το στρώμα
αν μπορούσες!)
τα χέρια σου στα πλαϊνά
του μαξιλαριού.
Κι ήταν
εκείνο το λευκό μπλουζάκι
και η φούστα που 'χες ανεβάσει
ψηλά.
Ήταν ο ύπνος σου.
Ήσουν εσύ.
Ο ιδρώτας στο λαιμό και τα στήθη
οι αχτίνες του ήλιου στους μηρούς σου.
Πώς θα μπορούσα να αντέξω;
Κι όταν οι ψίθυροι έγιναν βογγητά
και τα βογγητά μικρές κραυγές
και οι κραυγές πάλι χαμόγελα και ψίθυροι
ήταν
τα χέρια σου στο πρόσωπό μου και
το βλέμμα σου
που μου θύμισαν
πόσο χαίρομαι κάθε φορά που μαθαίνω το σώμα σου.

Θ. Σίδερης, 14/02/2012