Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Πολύβουο μελίσσι

Πολύβουο μελίσσι

Πολύβουο του τάφου μου μελίσσι
διαβάτες σκυθρωποί περιδιαβαίνουν.
Περίεργοι -ως μας όρισε η Φύση-
κάνουνε τάχα πως καταλαβαίνουν.
Κι όλο ρωτούν «Από τι πέθανε;»
και «Πόσοι ανασαίνουν;».
Στων ψυχομάχων το προσκέφαλο, αλήθεια
τους πεθαμένους, ποιός θα τους μετρήσει;

Πολύβουο του τάφου μου μελίσσι
με σφήκες και με μέλισσες φτιαγμένο.
Ποιά λόγια, ποιός να βρει να σου μιλήσει;
Τί να σου πω που να καταλαβαίνω;
Κράζω, καίγοντας τώρα τη συνήθεια
«Πέθανε όμως, και γι’ αυτό θα ζήσει!»

Μέσα απ’ της γραφής μου το πυθάρι
παρατηρώ, ψάχνοντας τη βολή μου.
Σαν το μικρό, σημαντικό σκαθάρι
στη Γη απάνω φτιάχνω την Τιμή μου.
Τους Ουρανούς δεν έκανα συνήθεια
μα εκεί της πέννας μου το πλοίο μ’ έχει πάρει.

Ανάσταση η χώρα μου, και Τάφος.
Και ποιό από τα δυο θα επικρατήσει;

Θ. Σίδερης, 12-17/03/2015

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Το ψητό

Το ψητό

Ι

Πάνω στο τραπέζι
λουσμένα στο φως
της λάμπας
κόκκαλα
            κομμάτια κρέας
λίπος και ζουμιά
παγωμένα
ζαρωμένα.
Ένα ψητό
            μισοφαγωμένο
            μισοσάπιο
κι εκεί
που θα έπρεπε να ήταν
            το κεφάλι του
είδα το πρόσωπό μου.

ΙΙ

Μάζεψα τότε
όλα μου τα πτυχία
βεβαιώσεις προϋπηρεσίας
μα κυρίως
τα γραπτά μου
ποιήματα
διηγήματα
μισοτελειωμένα πεζά
γραπτά διάφορα
τα στοίβαξα
και τους άναψα φωτιά.
Πέταξα απάνω
το ψητό
μαζί με τις λαδόκολλες
τους σπάγγους που το τύλιγαν.
Λαμπάδιασε.

ΙΙΙ

Στάχτη όλα και
μόνο το πρόσωπό μου απέμεινε
μολυβί
σαν καμμένο
σαν μούμια.
Το άγγιξα
            κι έγινε στάχτη.
Γύρισα λοιπόν
την πλάτη μου
άνοιξα την πόρτα
κι έφυγα
μέσα στην Ανοιξιάτικη μέρα.


Θ. Σίδερης, 04/03/2015