Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

Ὁ τελευταῖος Γλύξμπουρκ (ἂν εἴμαστε τυχεροί)

 

- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα

ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε σὰν ὄνειρο ἡ μάσα

ποὺ ἔτρωγε ἀπ' τὸν λαό;

 

- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα

καὶ δὲν φαντάζεσαι χαρά, ποὺ ἦταν μὲς στὴν κάσα

κι ἄρχισα νὰ χοροπηδῶ.

 

- Ἀπέθανε, γιαγιά;

 

- Ἐπῆγε στὸν ἀγύριστο, παιδάκι μου, ἡ φύρα.

 

- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ

γιαγιάκα νὰ ξυπνήσει;

 

- Ὄχι, παιδί μου! Μόν' καιρούς,

στὸν τάφο τοῦ ἀπάνω

πηγαίνει κάποιος μὲ οὔμπαλα

νὰ τόνε κατουρήσει.

 

- Πότε, γιαγιά μου, πότε;

 

- Ἀργὰ τὴ νύχτα, γιόκα μου,

κρυφὰ ἀπὸ τοὺς μπάτσους

πηγαίνουν καὶ τὸν κατουροῦν.

Μὰ τό 'φερε ἡ Μοῖρα

ἀπὸ τὴ φύρα ποῦ 'φυγε

ἄλλες, χειρότερες νά 'ρθούν.

Κι ἀντὶ ὁ καιρὸς νὰ ὁρίσει

οἱ ἀνθρῶποι τάχα νὰ ξυπνοῦν

κάποια κατάρα ἄδικη

τοὺς ἔχει ὅλους κοιμήσει.

 

Θ. Σίδερης, 11/01/2023