Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Επιλογές ΙΙ

2004


Άϊ Σιχτίρ

Με πήρατε για σώγαμπρο˙ δε μίλησε κανείς.
Είπα θά ‘χω ζεστό φαΐ, αγάπη, και κρεβάτι.
Μα ήτανε η μάνα σου γκιουλέκας και νταής,
αντί να μπω στο σπίτι της, της μπήκα μες στο μάτι.

Από φαΐ ατύχησα, δεν είσαστε ικανές.
Με φέξατε στο πρόχειρο, σαλάτα και πατάτες
Κι από αγάπη ψέματα˙ κι εσύ κι αυτή κενές.
Οι πλάτες μου ήσαν για σας, του γαϊδουριού οι πλάτες.

Έτσι, δε νοιώθω σπίτι μου˙ ειν’ τόπος διαμονής.
Συνέχεια μου το κοπανάς πως είναι όλα δικά σου.
Μισώ και το σκυλάκι σου, εκείνο το κανίς.
Που πιο πολύ από μένανε κρατάς στην αγκαλιά σου.

Σας τα βροντάω κι έφυγα˙ και μη μιλάει κανείς!
Κράτα παρέα το σκυλί και τα υπάρχοντά σου.
Κι από φαΐ, καλύτερα το λάδι μηχανής
παρά τα τηγανόλαδα που βάζει η μαμά σου.


Ονειρικό

Ήταν η νύχτα που δεν έπεφταν τα αστέρια
και δεν ξεφύγαν του Ωρίωνα οι Πλειάδες.
Σάρκινες σα να ’σαν Συμπληγάδες
ήρθες και έφτιαξες μια αγκάλη με τα χέρια.
Η μόνη ακέρια
                        μέσα σ’ αγκαλιές χιλιάδες.

Έκανε ζέστη; Τάχα έκανε κρύο;
Ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας
τότε που χάθηκε το κατά «μόνας»
κι έγινε ο κόσμος μοναχά για δύο;
Μιας Αμαζόνας το κορμί
                        μού ‘γινε πλοίο.



Γδύθηκε μπροστά μου
μες στα φώτα
            μακάρι να ήταν στο ημίφως.
Γδύθηκε μες στα φώτα,
σταδιακά, καθώς τη φόρτωνα
με τύψεις.
            Δεν το κατάλαβα πώς.
Μου μιλούσε γλυκά. Δεν πρόσεχα.
Φανερώθηκε μπροστά στα μάτια μου γυμνή
και γέμισε ο τόπος με σκοτάδι.
            Στο δωμάτιο
δεν φαινόταν πια τίποτα
                        κρύωνε
κι ούτε εγώ δεν την αγκάλιαζα.
Γδύθηκε μπροστά μου
αργά
και με τρόμαξε.
Η ψυχή μου.



Δεν είναι κρίμα κι άδικο, να βγεις απ’ το τρελάδικο;
Στον Γ. Ρήγα 
Αν και τους παρακάλεσα να δείξουν επιείκεια
Και να σκεφτούν με σύνεση, σαν πάντα, κι ηρεμία,
απ’ όλες τις κουβέντες μου δεν άκουσαν καμία.
Μου βάλαν το πουκάμισο με τα μακριά μανίκια.

Τσιγάρα δεν μου φέρνουν πια˙ φοβούνται μην τους κάψω.
Μα ούτε και κάνα γλυκό˙ φοβούνται μην πνιγώ.
Πάλι καλά που μ’ έχουνε δω μέσα αρχηγό
και την περνάω ζάχαρες˙ γιατί να το αλλάξω;

Σκέφτομαι αν καλύτερα θα είναι εκεί έξω,
ίσως να είναι δύσκολα, μα ελεύθερος θα ζω.
Κι όσο κι αν με νομίζετε όλοι σας για χαζό,
τώρα πια το τρελάδικο εκούσια θα επιλέξω.

Επιλογές Ι

2000

Κοστολόγιο

Είμαι ο πουλημένος φίλος σου
ο γιάπης˙
και ο Αράπης
που φοβούνται τα παιδιά.
Είμαι ανάξιος
ν’ ακουμπάω στην ποδιά της˙
τώρα παλεύω με καλώδια και κουμπιά.
Τυλίχτηκα με σύρματα
και πρίζες˙
δεν είμαι πια ελεύθερος θαρρώ.
Ηλεκτρισμός θά’ ναι
το νέο μου νερό˙
ίνες οπτικές θα γίνουν ρίζες.
Τώρα που ζώστηκα καλώδια
και τσιπάκια
και που συνδέθηκα με δίκτυα ορατά,
θα με ξεχάσουν πια, φοβάμαι,
τα νοητά
και θα με δείχνουν
να ταΐζουν τα παιδάκια.
Όταν εκείνη θα λυπάται
όντας μόνη˙
πού θά’ μαι εγώ να την παρηγορώ;
Φοβάμαι πως
τον εαυτό μου θα αιωρώ
έχοντας κάνει τα καλώδια αγχόνη.


Πλατεία

Α: Κι ο ήλιος;
Β: Αυτός του Ιουνίου;
Α: Ναι. Και τα βραδάκια;
Β: Δεν τα αντέχω.
Α: Βγαίνουμε μέσα
από τα λαγούμια
τα στενά κανάλια
κι ερωτευόμαστε
τυλιγμένοι σα φίδια.
Β: Είναι κακό;
Α: Είναι λίγο.


Όταν...
(Στην Ε)
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
Να βλέπω το βλέμμα              να έχω το αίμα σου
να νοιώθω το σώμα                να ζωγραφίζω το χρώμα σου
να κοιτάω τ’ αστέρια               να νικάω τα ταίρια σου
και να χαϊδεύω το στόμα σου.
- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
κι έτσι...
να ψάχνω το είναι                    να ζητάω το «μείνε»
να μυρίζω τα χρώματα   και    ν’ ακούω τ’ αρώματα
να με φωνάζουν.
- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
κι αν...
φτάνω στα βάθη                      ζω με τα λάθη σου;
Κόψω τα γκέμια                      ζω στα μελτέμια σου;
Ξέρω τα ψέμματα
που θα πεις;

Ανοιχτά είναι˙ θα μπεις;

- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
Κι εμένα...
να με βρέχουν τα σύννεφα      να με φτιάχνουν τα σύνεργα
που διαθέτεις
κι εγώ...           ...ιχνηθέτης
στα δικά σου τα βήματα          τα δικά σου τα κρίματα
να χρωστάω.
Να κοιτάω
πιο μπροστά και πιο πάνω απ’ τα κύματα.

Κι εμένα...       ...να μη με φτάνουν τα σύνορα.

- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
(Σταγόνες μελάνι...)
- Φτάνει;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
Να σ’αγαπάω.


Τελευταίο ταξίδι

Να βάλετε στο στόμα μου μια πρέζα από δυόσμο
και λίγο χώμα απ’ τη γη, την άμμο, της Λευκάδας.
Δύο σταγόνες θάλασσα˙ φουρτούνας, και λιακάδας.
Και στείλτε με αδιάβαστο, εκεί, στον κάτω κόσμο

Να κάψετε το πτώμα μου, να πάρετε τη στάχτη
να την σκορπίσετε ανοιχτά, στο μπλε του Ιονίου
στίγματα μες στη θάλασσα, κι άρωμα Ιωδίου.
Αυτό που τόσο πόθησα, να μη μου μείνει άχτι.

Κι έτσι, με όλες τις ευχές που έδωσε στη γη μου
εκείνος ο καλός Θεός που βρίζουν οι παπάδες
και τόσο υποκριτικά λατρεύουν οι κυράδες
θα κάνω εντυπωσιακή, την τελική φυγή μου.



2001

Αμνησία

Εκλιπαρείς στις προσευχές σου διαρκώς
να σου παρασχεθεί η αμνησία.
Έλειπε απο μας η φαντασία
ή ήμουν μαζί σου πάντοτε κακός;
Με φώναζες συνέχεια «Τειρεσία»
τώρα κατάλαβα πως ήμουνα τυφλός.

Χαμένα ωάρια μετρούσες κάθε μήνα
κι εκείνους που δεν θήλασες εγώ.
Τό ’θελα στο κορμί σου να πνιγώ
Νά ‘μουν τροφή που θα σου χόρταινε την πείνα.
Δεν είναι από το κρύο που ριγώ
φταίει το κορμί σου που σκιάζει την ακτίνα.

Και τώρα, που στα χείλη σου κρεμιέται
μια κάποια λέξη που ζητά ν’αλλάξεις γνώμη.
Να μην την πεις˙ δεν έχει αξία η συγνώμη
όταν από συνήθεια σπαταλιέται.
Ανάξιοι της φύσης όλοι οι νόμοι
όταν για χάρη τους το μάλαμα χαλιέται.


2002

Επί ματαίω

«Ένα πουλί ήταν» είπαν
και προκάλεσε όλο αυτό το κακό.
«Περνούσε...κι όπως πέρασε...κάτι είπε»
Κανείς δεν έτρεμε.
Επιφανειακή συγκίνηση
τρόμος που διαγνώστηκε απλά
ως στιγμιαία, πεπερασμένη αναταραχή.
Μετά,
όλοι στις δουλειές μας
και στα πιάτα που πλένονται.
Ένοιωσε τον εαυτό του
σαν να είχε σώμα, συνειδητά.
Κοίταξε στον καθρέφτη
κι από τους κροτάφους του έπεφταν πούπουλα.


Διάλογος

Α: Το να μιλάς μόνος σου, είναι
     ένα βήμα πριν από την τρέλλα.
Β: Τρέλλα είναι το να μη μιλάς
     καθόλου.
Α: Όποιος σκέφτεται πολύ, στο
    τέλος χαζεύει.
Β: Δεν είναι, απλά, ευτυχισμένος.
Α: Γιατί ποτέ ο καθρέφτης
     δεν δείχνει το ίδιο το είδωλο;
Β: Ο καθρέφτης δείχνει το
     είδωλο. Αυτό είναι που δεν
     καθρεφτίζεται στον καθρέφτη.
Α: Τις νύχτες, δεν μπορώ να κοιμηθώ
Β: Τις ημέρες, δεν μπορώ να ξυπνήσω.


Σημείο/Αφετηρία

Νύχτα ξεκίνησα˙ κι απλώθηκαν τα δίχτυα
του κόσμου πάνω μου˙ μανδύας ταξιδιώτη
κομμάτια έβλεπα, τεμάχιζα τη νιότη
νύχτα ξεκίνησα˙ και συνεχίζω νύχτα.

Και τώρα, ως βρέθηκα εδώ, κοιτάζω μπρος μου
θαλασσινό νερό, και γύρω μου ανθρώποι
γνωστοί μου άγνωστοι, τα πρόσωπα κι οι τόποι
είναι ο κόσμος τους, δεν είναι ο δικός μου.

Κι όμως, ανήκω εδώ. Απλώς, δεν βρήκα θέση
όπου να βολευτώ καλά, νά ‘χω αφετηρία
δεν έχω χρέη πια, δεν έχω τιμωρία
ό,τι μου αρέσει εμέ, κι άμα σ’ αυτούς αρέσει.

Κλείνομαι τώρα πια˙ έχτισα το κουκούλι
μην περιμένετε να βγει μια πεταλούδα
πόσο σιχάθηκα που μ’ έβλεπα Ιούδα!
Φως μες στη μέρα μου, στη νύχτα νυχτοπούλι.


Έλα

Έλα σιγά και πιάσε με απ’ το χέρι.
Πού ήμουν ως τα τώρα μη ρωτάς
μη σταματήσεις όμως να ζητάς
γι’ αυτά που θέλεις να βρεθούμε μέρη.
Δεν είμαι ουρανός, ούτε αστέρι
μοιάζω σκοτάδι˙ και γι’ αυτό μη με κοιτάς.

Τέλειωσαν στα βιβλία μου οι μύθοι
κι ό,τι υπάρχει πιο μπροστά θά’ ναι δικό μου.
Τί ήταν ετούτο το παράξενο κακό μου
να κάνω πάντα την αλήθεια παραμύθι;
Ο ουρανός θαρρώ πως εκκινήθη
για να το βρω κι εγώ το ριζικό μου.

Έλα, αν θες, και πιάσε με απ’ το χέρι.
Μακάρι να σε γνώριζα αυγή
κι εδώ καλά είναι˙ κι ας μην ξέρω πού θα βγει.
Γίναν όλες οι ώρες μεσημέρι.
Κι όσα ο χρόνος και ο τόπος θα μου φέρει
νά ‘ναι του πεπρωμένου μου ταγή.


2003

Επιστολή α

Αν σε φωνάξω «Περσεφόνη», θα γυρίσεις;
Όχι πως δεν υπάρχουν ανθισμένα
κλαδιά τριγύρω˙ μα παιδιά ευτυχισμένα;
Είναι κι αυτές οι πεθαμένες συνειδήσεις…
(…κι αυτές που μας ποτίζουν οι αφυπνίσεις.
Αυτά που βλέπω κάθε μέρα στις ειδήσεις).
Όρθια κορμιά τριγύρω απλωμένα
τόσες καρδιές, γεμάτες, να τρυγήσεις
τόσο μεστές, μα δεν μπορείς να τις αγγίξεις.
Τις τύλιξαν καλά με σύρματα πλεγμένα.
Αν σε φωνάξω τ’ όνομά σου, θα γυρίσεις;
Δεν ξέρω αν θα ‘θελα να γύριζες σε μένα
ή αν θα ‘θελα μονάχα να γυρίσεις.
Τι άλλο να σου πω, οι διηγήσεις
ταιριάζουν πάντοτε σε χρόνια περασμένα
μόνο αν υπάρχει κι ένα μέλλον να γνωρίσεις.
Δεν θα φωνάξω τελικά, και μη ρωτήσεις
γιατί˙ αν είναι να ‘ρθεις, θα ‘ρθεις μοναχή σου
αν είναι να ευχηθείς κάτι, ευχήσου
να υπάρχει κάποιος δρόμος να πατήσεις
που να ‘χει δέντρα, και νερά, για να δροσίσεις
απ’ τις ναπάλμ όσα απ’ τα μέλη έχεις καμένα.
Θυμήσου που είμασταν: αυτό μη λησμονήσεις
Και πού οδεύουμε˙ και μη χειροκροτήσεις.


Το γένος

Είναι απ’ τα γένη το πιο ουσιαστικό
πολλοί το λεν, το πιο όμορφο συνάμα
και πως, που υπάρχει, μοιάζει με όνειρο ή θάμα.
Από τα γένη το πιο αηδιαστικό.

Είναι απ’ τα γένη το πιο κουραστικό.
Το γένος της ζωής και του θανάτου.
Εγωιστικό, θαυμάζει το όνομά του
Κι ενίοτε σκοτώνει και σ’ αυτό.

Πιστεύω, ειν’ το πιο εξευτελιστικό.
Ρεζίλεψε όλα τα άλλα γένη.
Αν έχει αξιοπρέπεια, του απομένει
μονάχα να χαθεί απ’ τον κόσμο αυτό.

Και, ευτυχώς, προς τα εκεί πηγαίνει.


Στη Φυσική Ροή των Πραγμάτων

Στη φυσική ροή των πραγμάτων
χαρές μικρές και επιτυχίες
λύπες πολλές και αποτυχίες
η «ομορφιά των συναισθημάτων».

Ασέβεια γης, αιθέρος, υδάτων
μολύνσεις, θάνατος, πόνος πολύς
τα μόνα τέλεια στους ατελείς.
Και η ελπίδα το «πρώτο μας πιάτον».

Για σκοπούς «υπέρ αδυνάτων».
πρόχειρες κρίσεις και αποφάσεις
δικαιολογίες πολλές και προφάσεις.
Κόπρανα όλων των αποπάτων.

Γκρίζα σύννεφα, γύρω, και σκόνη.
Και εκατόμβες, πολλές, των θυμάτων.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Βαρκάδα
=======

Και να
που έγιναν τα χέρια σου κουπιά
και βάρκες
μας έγιναν οι ιδρωμένες σάρκες.

Και τώρα
που μπαίνουμε κι οι δυο μέσα στη μπόρα
μου μοιάζεις
κορμί ηδονικό καθώς στενάζεις.

Αφέσου
σα βάρκα πάνω στο κορμί μου δέσου
και δείχτα
σε μένα τα δυο φώτα σου τη νύχτα.


Θ. Σίδερης, 19/03/2013
Στην Α.Κ.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Ακίνητοι! Νηστεία!
===============
(Η φράση του τίτλου ανήκει στον αδερφό μου, Ε. Σίδερη, στον οποίο και αφιερώνεται το μικρό αυτό πόνημα)

Στο ίδρυμα ετούτο των τροφίμων
φέτος λέμε να κάνουμε νηστεία.
Πήγα σε μια Τράπεζα Τροφίμων
και φώναξα «Ακίνητοι! Ληστεία!».

Και φόρτωσα πακέτα με χαλβάδες
ζυμαρικά, πελτέ και ντολμαδάκια
να έχω να περνάω για βδομάδες.
(Και μπόλικα κουτιά καλαμαράκια).

Σαρακοστή που μπαίνει είναι κρίμα
εγώ να ‘χω στο σπίτι μόνο κρέας.
Μένω απ’ την Εφορία ένα βήμα
και κάνει ελέγχους ο Εισαγγελέας.

Τα φόρτωσα λοιπόν και που με είδες.
Πώς χάθηκα ακόμα απορούνε.
Αφού παρέδωσα τις πινακίδες
ας ψάχνουν μέρα νύχτα να με βρούνε.

Θ. Σίδερης, 08/03/2013