Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ξύπνημα

Ξύπνημα
========

Καλημέρα
σ’ αγαπάω
το άγγιγμα
στο μάγουλο
στον ώμο
στο στέρνο μου
σ’ αγαπάω
η μυρωδιά
στο δέρμα
στο στόμα
-ποιός είπε πως οι μυρωδιές σκοτώνουν τον έρωτα;-
σ’ αγαπάω
το χαμόγελο
σ’ αγαπάω
«Μη εκεί»
γέλιο
σ’ αγαπάω
όταν κλείνεις τα μάτια
κι η ανάσα σου κόβεται
σ’ αγαπάω
όταν το γέλιο σου
ταξιδεύει στο δωμάτιο
σ’ αγαπάω
όταν…
…να που δεν μπορώ να μιλήσω
να που ταξιδεύω σε σένα στη σιωπή
κι οι λέξεις μου ντύνονται νόημα.
Σ’ αγαπάω.

Θεόδωρος Σίδερης, 29/11/2013

Βήματα


Βήματα
======

Περπατούσα στο σκοτάδι
λάσπες στα πόδια και
το χνώτο ζωγράφιζε στον αέρα παγωμένο
σκόρπιες γραμμές.
Περπατούσα στο σκοτάδι
άναρθροι ήχοι γύρω
και
γράμματα από αλφάβητα
σκόρπια.
Κι άξαφνα
άστραψε το φως
ποιά σουπερνόβα;
Όλα πήραν νόημα.
Όλα βγάζουν νόημα.
Ξεχασμένα βιβλία
            άνοιξαν
ήχοι αφημένοι
            ζητούν ξανά ακρόαση
ουρλιάζουν οι μουσικές
            στο κεφάλι μου
γράμματα
λέξεις
προτάσεις
σχηματίζονται από το κενό
το χνώτο μου
            ζωγραφίζει χιονονιφάδες
και
τα δάχτυλά μου
ψάχνουν δέρμα στον αιθέρα.
Και
            χα!
δεν περπατάω
πια
λασπωμένος
πότε βαδίζω
πότε τρέχω
με πόδια ελεύθερα.


Θ. Σίδερης, 28/11/2013
Στην Ε.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το μαύρο παραμύθι ΙΙΙ

Το μαύρο παραμύθι ΙΙΙ
==================

Υπήρχαν κι εκείνοι
που κοιτούσαν πίσω από τις γρίλιες
καθώς και τα παιδιά.
Σώοι ακόμη
άνθρωποι που νοσταλγούσαν
το χάδι και τον θάνατο
κι εκείνα που ταξίδευαν σε Σύμπαντα.
Παρέμεναν σιωπηλοί και κοιτούσαν
κρυφά
τους σάπιους να τρώνε σάπιους
ώσπου
φοβήθηκαν κι εκείνοι
πως θα μπορούσαν άριστα
να βρωμούν απ’ την κλεισούρα.
Ξεχύθηκαν τότε κι εκείνοι στους δρόμους
άρχισαν να φωνάζουν
«Νερό! Νερό!»
έσπαζαν πυροσβεστικούς κρουνούς
παρέσερνε το νερό
πτώματα
            κόκκαλα
καθάριζε ο τόπος.
Και τότε
α, τότε
            έπιασε να βρέχει.

Θ. Σίδερης, 14-26/11/2013

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Το μαύρο παραμύθι ΙΙ

 Το μαύρο παραμύθι ΙΙ
==================

Έφυγε λοιπόν αυτός καλά
μα κι εκείνοι δεν έζησαν καλύτερα.
Έπιασαν τα ρούχα του
    να τα κάψουν
και σαν δηλητήριο
    τους πότισε κάτι.
Άρχισαν
    να χτυπούν ο ένας τον άλλον
να σκίζουν τις σάρκες τους
    ουρλιάζοντας.
Δάγκωναν ο ένας
    το λαιμό του άλλου.

Κάποιοι
    συνουσιάζονταν
        στη μέση του δρόμου
        στην προβλήτα του λιμανιού
και στους οργασμούς τους
πίεζαν ο ένας τους αντίχειρες
    στα μάτια του άλλου
τυφλοί έπειτα
τριγύριζαν στους δρόμους
μέχρι που
    έκαναν εμετό τη χολή τους
και έπεφταν κάτω νεκροί.

Θ. Σίδερης, 14/11/2013

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Το μαύρο παραμύθι

Το μαύρο παραμύθι
===============
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας άνθρωπος
φιλήσυχος
    σχεδόν σε όλα
περπατούσε στον δρόμο
το ψιλόβροχο του νότιζε το παλτό του
ανέπνεε εκείνος βροχές
και σύννεφα
ως το πρωϊνό
    εκείνο
του Νοέμβρη
που τα μάτια του
έγιναν κίτρινα
μήτε ασπράδι φαινόταν
    μήτε ίριδα
    μήτε κόρη
μόνο
    ξεκίνησαν από μέσα του
να ξεπηδούν ουρλιαχτά
    έβγαζε νύχια
κι άρχισε
να φτύνει οξύ
    χολή
    στα πρόσωπα των π
εραστικών.
Ούρλιαζαν εκείνοι
    αλαλάζοντας τριγυρνούσαν
στους δρόμους.
Εκείνος,
    κάρφωνε τα δάχτυλά του
    στα μάγουλά τους
(τις καρδιές άφηνε ανέγγιχτες)
    έσχιζε σάρκες
    αφαιρούσε γνάθους
μάτια έρι
χνε στο χώμα
και
    άφηνε πίσω του
ανοιγμένα κρανία.
Ώσπου, η χολή μέσα του
άρχισε να τρώει και τον ίδιο.
Ατμίζοντας δυσοσμία
    σιγά σιγά
        έφτασε
            παραπατώντας
                στο λιμάνι
κι ανοίγοντας τα χέρια
εξαφανίστηκε.
Μόνο ίχνη απ΄τα ρούχα του έμειναν
να βρωμούν αναμνήσεις.

Θ. Σίδερης, 13/11/2013

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Χαμαιλέοντας

Χαμαιλέοντας
===========

Με έκανες
χαμαιλέοντα.
Το χρώμα μου
άλλαξα μαζί σου.
Μαύρος ήμουν
μίσος
μέσα μου
σκοτεινός
στα σκοτεινά κινιόμουν
στο μεσόφωτο της μέρας.
Αδειάζοντας μέσα σου
έφευγε
το χρώμα μου
άλλαζα
γινόμουν
φωτεινός.
Χρώματα γέμισα και
τώρα
μήτε μέρα γνωρίζω
μήτε νύχτα.
Μόνο χρόνο απροσδιόριστο και
φωτιά στις λαγόνες
στο μυαλό μου
και στην καρδιά μου οι πίκρες
μεταλλάσσονται τώρα
δεν ξέρω σε τι
δεν ξέρω σε πόσο.
Μακριά
μακριά φεύγω
φτερά στους ώμους και
πόδια καλπάζοντα.


Θ. Σίδερης,  07/11/2013
Στην Ε.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Χειμερινό(ν) δίστιχο(ν)

Και πες μου, πώς θα βγει χειμώνας,
χωρίς καλοριφέρ και κατά μόνας;

Στον Αλέξανδρο Ανδρέου
Θ. Σίδερης, 03/11/2013

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Το πιο παράξενο φιλί

Το πιο παράξενο φιλί
================

Το πιο παράξενο φιλί
μου έδωσες απόψε.
Τη στιγμή που
ήμουν μέσα σου
το βλέμμα σου
χωμένο στο βλέμμα μου.
Νόμιζα πως θα φιλούσες τα χείλη μου
θα τα δάγκωνες
θα ψιθύριζες κάτι
θα φιλούσες ή θα δάγκωνες το στέρνο μου
θα μου προσέφερες το στήθος σου.
Εσύ
φίλησες τους καρπούς μου
τις φλέβες που ήθελα να κόψω
κι έπειτα
Γιατί;
Τρόμαξες
που άρχισα να ουρλιάζω.

Θ. Σίδερης 03/11/2013

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Τώρα
που έξω οι δρόμοι
γεμίζουν ποτάμια
κι η ψύχρα χαϊδεύει
τα τσιμέντα
τα δέντρα
τα φανάρια στις διασταυρώσεις.
Τώρα
        που
ο πρωϊνός καφές
θα μυρίζει θαλπωρή
και
        ο αέρας στο πρόσωπο
θα ‘ναι ζωντανός.
Τώρα θα ‘θελα
        να ξυπνάω μαζί σου
να νοιώθω τα ποτάμια σου
να τρέχουν για μένα
τα χέρια σου
να ταξιδεύουν
στο παγωμένο μου πρόσωπο.
Πόσα Φθινόπωρα, ακόμη, Θεέ μου;
Πόσοι χειμώνες;

Θ. Σίδερης, 09/10/2013

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013



Με κοιτάς
            χαμογελάς
χαϊδεύεις το πρόσωπό μου.
«Άλλαξες.»
            μου λες
«Μεγάλωσες πια.
            Ανασαίνεις θύελλες τώρα.
Δαγκώνεις κεραυνούς
τα μαλλιά σου
            ανεμίζουν στον ηλεκτρισμό τους.
Στα δάχτυλά σου
παίζεις κομπολόϊ τους βράχους
και η φωνή σου βροντές.».
Κι εσύ
            ακόμη ταξιδεύεις εδώ.
Τα μακριά σου μαλλιά
            αγγίζουν τις λέξεις μου
και το μαύρο σου μακρύ φόρεμα
σκαλίζω σε πετρώματα χρόνων.

Θ. Σίδερης, 27/09/2013
Στην. Τ.Β.


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Σιωπηλό

Σιωπηλό
=======

Αυτοί που λεν πως θάνατο νικήσανε, και πόνο
κι ολόγυρα το διαλαλούν «περήφανοι κι ωραίοι»
ξυστά μονάχα έζησαν του μαχαιριού τον χρόνο
και μοναχά στα λόγια τους λογίζονται μοιραίοι.

Λέγεται πως ο Λάζαρος δεν έβγαλε ούτε λέξη
αφ' ότου αναστήθηκε, έμεινε σιωπηλός.
Αυτά που είδε κι άκουσε, ποιά λόγια να διαλέξει
να πει για του επέκεινα το «Όλα ειν’ αλλιώς»;

Αν έζησες τον θάνατο, έμαθες το όνομά του.
Κανείς δεν έχει τίποτα, εσένα να σου πει.
Αν έζησες τον θάνατο κι άγγιξες τα φτερά του
μονάχα το χαμόγελο σου πρέπει, κι η σιωπή.

Θ. Σίδερης, 16/09/2013

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Απώλεια

Απώλεια Ι
========
Συνέβη σταδιακά.
Έχανε βάρος. Ήταν απλό.
Έπειτα, δίχως να το συνειδητοποιεί
έχανε διάθεση.
Για φαΐ
ο ύπνος ερχόταν μα τον έδιωχνε
ένοιωθε να τον ταΐζει η νύχτα
(όχι τα αστέρια)
κουρασμένος πηγαινοερχόταν.
Όταν άρχισε
να βλέπει το είδωλό του
στον καθρέφτη
να ξεθωριάζει
κατάλαβε πως έχανε εαυτό.

Θ. Σίδερης, 30/08/2013


Απώλεια ΙΙ
========
Συνέχιζαν λοιπόν
να χάνονται πράγματα
αντικείμενα.
Ο αναπτήρας, το πορτοφόλι του
κάπου κάπου τα κλειδιά.
Άλλα εμφανίζονταν πάλι
άλλα όχι.
Μια μέρα
είδε να χάνεται το φαΐ από
το πιάτο του.
Μια άλλη
ευτυχώς, ήταν σπίτι
τα ρούχα που φορούσε.
Χανόταν από την Πλάση.

Θ. Σίδερης, 30/08/23013


Απώλεια ΙΙΙ
=========
Ώσπου, ένα πρωΐ
στην παραλία
βρήκαν μόνο τα ρούχα του.
Ίχνη από σπέρμα στο σορτς
και τα βότσαλα.
Κάποιοι κορόϊδευαν.
Κι ένα περίεργο κολλώδες υγρό.
Τίποτε άλλο μες στο χάραμα.
Ούτε τον ξαναείδαν ποτέ.
Μόνο
εκείνη η γοργόνα
γνώριζε την αλήθεια
και του χαμογελούσε.

Θ. Σίδερης, 30/08/2013

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

22/07/2013

Δίπολο ιόν
========
Μέσα στο ίδιο σπίτι
εντάσεις
φωνές
πάντα αρνητική σε ό,τι λέω
- Δεν με βοηθάς έτσι, ξέρεις.
Κι άλλες φορές
χαμόγελα
προσεγγίσεις
το τρίψιμο του μάγουλου σε μάγουλο
πάντα θετική σε ό,τι λέω
- Ούτε έτσι με βοηθάς, ξέρεις.
Κι εγώ στην άλλη άκρη
το λαρύγγι μου να βγάζει κραυγές
μέσα μου να κάνω τον θυμό καύσιμο.
Χέρια σε πρόσωπα απαλά
χέρια σε πρόσωπα δυνατά
μώλωπες στα κορμιά
βρισιές
και
ανάσες
αγγίγματα
χάδια
βογγητά.
Τα ετερώνυμα, βλέπεις.
Α, ναι,
τα ετερώνυμα!

Θ. Σίδερης, 22/07/2013


Φυσικοχημεία Χημικών Αντιδράσεων
==========================
Γαμώ την Εντροπία σου
και γαμώ την Ελεύθερή σου Ενέργεια Gibbs
και γαμώ την Ενθαλπία από τα χάδια σου
και τα αγγίγματα
τα βογγητά
και την Εσωτερική Ενέργεια που κουβαλάς
που ήρθες
και άλλαξες τη ζωή μου.
Ποιός σου το ζήτησε; Ε;
Πού είσαι;
Αργείς.

Θ. Σίδερης, 22/07/2013

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Ανθρακική αλυσίδα

Ανθρακική αλυσίδα
==================
Ίχνη
σαν σε μονοπάτι τάχα
να γυρίσω πίσω
να δω
τί ήμουν και πώς
ποιές στροφές πήρα λάθος
(ήσαν τόσες;).
Άνθρακες
καρβουνιασμένα κομμάτια
αποφάσεις
στιγμές
έρωτες
όλα όσα υπήρξαν κι όλα όσα όχι
κι άλλα που αναποφάσιστα
έμειναν μετέωρα στο
μπροστά
το ποτέ
το πότε
το τότε.
Μια αλυσίδα από άνθρακες
κομμάτια κάρβουνο
και μπροστά
στα κουρασμένα μου πόδια
νέα πέδιλα
και
δυο δρόμοι.
Και δεν μπορώ στο σκοτάδι
να διακρίνω
ποιός με κάρβουνα
ποιός με διαμάντια.

Θ. Σίδερης, 12-19/07/2013

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

12 Ιουλίου 2013

Ακόρεστος Δεσμός
==============
Αν χορταίνω
            μου λες
            ρωτάς
«Δεν χόρτασες;».
Όχι.
Το άγγιγμα
            από το κορμί σου κάτω
                        απ’ το ύφασμα
            το δέρμα σου
το να σε καλώ με τα χέρια μου
στη σιωπή
να έχω
το βλέμμα σου
το μισάνοιχτο στόμα
τις μυρωδιές
            και
                        τους ήχους.
Το χαμόγελο, πες μου
            χορταίνεται;

Θ. Σίδερης, 09-12/07/2013.


Αντίλαλος
========
Χαμένος
            σε έναν τόπο
γνώριμο.
            Μουδιασμένος.
Ποιο φίδι με δάγκωσε και
τα μέλη μου
            κινούνται δύσκολα;
Τις λέξεις μου
λες.
Μέλη του σώματος γυμνά
προστυχιές
λέξεις που
στο θυμό μας γίνονταν βρισιές
τώρα μας δένουν.
Ό,τι λέω
λες.
Ό,τι καλώ
καλείς.
Ό,τι ζητάω
ζητάς.
Αντίλαλος δικός μου
κι εγώ ταξιδιώτης
στους λόφους
τις πεδιάδες
τις χαράδρες σου.

Θ. Σίδερης, 12/07/2013

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Σαρκοφάγος

Σαρκοφάγος
=========
Αλλάζω
κοντά σου
γίνομαι
σαρκοφάγος.
Μυρίζω το δέρμα σου
δαγκώνω
τη σάρκα σου
μικρά φιλιά αφήνω
παντού
να σε ξεγελάω
τον ιδρώτα σου πίνω
τις εκρήξεις σου.
Μα ποτέ
ποτέ δεν χορταίνω.

Θ. Σίδερης, 08/07/2013

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Σπιράλ

«Δεν είμαι για πολύ.»
λες
«Μην με ερωτευτείς.
Δεν μένω για πολύ.
Γρήγορα χάνομαι στον εαυτό μου
στις σκέψεις μου.
Δεν φταις εσύ
εγώ φταίω.»
Λοιπόν, κούκλα μου,
αν θες μια γνώμη
πριν κλείσεις την πόρτα
(άφησε σε παρακαλώ το κλειδί στο τραπεζάκι)
αν θες λέω
μια γνώμη
Κόψε την τηλεόραση
κλείσε τα περιοδικά
κοίτα λίγο τον ήλιο
τα δέντρα
την πόλη.
Δεν είσαι καμμιά ψαγμένη μοιραία
μια χεσμένη κότα είσαι
που φοβάται τους οργασμούς της.


Θ. Σίδερης, 05/07/2013
(Έμπνευση: Νατάσσα Μποφίλιου – Το αστέρι μου)

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Κλάψε για μένα

Κλάψε για μένα
============

Θέλω να νοιώσω τα
Νύχια σου
Στην Πλάτη μου.
Το δέρμα μου να φεύγει στα ακροδάχτυλά σου
Τα χείλη μου να ματώνουν
            Στα δόντια σου
Τα χέρια μου να χαϊδεύουν τα σημάδια σου.
Τις γρατζουνιές
Τους μώλωπες.
Να τα μπλέκω στα μαλλιά σου
Και να τα φέρνω σε μένα.
Στα χείλη μου.
Κι όταν χαμογελάς
Με τα μάτια σου να τρέχουν τα δάκρυα
Και τους μικρούς λυγμούς
Να στολίζουν την ανάσα σου
Εκείνη τη στιγμή θέλω να ψελλίσω
«Δική μου.
Δικός σου.».

Θ. Σίδερης, 14/06/2013

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Δεν περιμένω τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι σκλάβος.

 Αγαπητέ αναγνώστη, πριν ξεκινήσεις να διαβάζεις τούτο το κείμενο, σε προειδοποιώ: Μιλάω για μένα. Όχι για σένα.
 Δεν είμαι δημοσιογράφος. Δεν είμαι κειμενογράφος. Είμαι πολίτης αυτής της χώρας. Και τούτο το κείμενο δεν είναι κείμενο διαμαρτυρία-καταπέλτης. Είναι ένα κείμενο....ενδοσκόπησης, αν θες. Τώρα θα μου πεις, και γιατί το μοιράζεσαι;
 Το μοιράζομαι επειδή είναι δικό μου. Όπως μοιράζαμε παλιά το κουλούρι ή τα πατατάκια. Αν δεν μοιράζεσαι τίποτα φίλε αναγνώστη, αν δεν σου αρέσει να μοιράζεσαι τίποτα απολύτως, σταμάτα να διαβάζεις.
 Λοιπόν, δεν είναι το θέμα η ΕΡΤ, η ΔΕΗ, ο ΟΣΕ, η ιδιωτική πρωτοβουλία (που στη χώρα μας μεταφράστηκε αποδεδειγμένα σε ξεπούλημα και καρτέλ), δεν είναι τα λιμάνια και οι κάμποι, τα αεροδρόμια και τα πεύκα, το νερό και ο αέρας. Όχι.
Το θέμα δεν είναι καν εσύ.
Το θέμα είμαι εγώ.
Εγώ είμαι το πρόβλημα.
 Και είμαι το πρόβλημα επειδή δεν έχω τη δύναμη, τη διάθεση, τη θέληση να παλέψω. Τώρα θα μου πεις, «Και θες καινούριο κόσμο;», Ναι. Θέλω. «Χωρίς να παλέψεις;», Εδώ υπάρχει θέμα, θα σου πω.
 Να παλέψω για ποιόν; Και για τι; Για σένα; Όχι, φίλε αναγνώστη. Για τα παιδιά σου; Δικά σου παιδιά είναι. Για μένα; Όχι, δεν θα παλέψω για μένα. Γιατί δεν με αγαπάω. Γιατί αν με αγαπούσα, καιρό τώρα θα χα βρει έναν τρόπο να πιάσω το χέρι κάποιου και να του πω να μαζευτούμε, να μιλήσουμε, να προχωρήσουμε, να απαιτήσουμε. Καιρό τώρα δεν θα χα φήσει τα σκουλήκια να δυναμώσουν μέχρι να γίνουν μεγαλύτερα από το σπίτι μου. Καιρό τώρα δεν θα χα αφήσει όλο αυτό το γλασέ, ιδρωμένο, ζελατινώδες σίχαμα να πιάσει οθόνες και εξώφυλλα, δρόμους και πλατείες, καρέκλες και κρεββάτια, εσένα και εμένα.
Δεν σε έπιασε μου λες, εσένα.
Ξέρεις κάτι; Ούτε εμένα με έπιασε.
Αλλά δεν το πολεμήσαμε κι όλας. Το αφήσαμε να μεγαλώσει, αγαπητέ αναγνώστη. Σαν τα αγριόχορτα στο χωράφι.
Πάνε οι καρποί.
Και τώρα θα μου πεις, γιατί τα γράφω αυτά.
Απλό. Δεν έχω διάθεση να παλέψω, όρεξη να αγωνιστώ, κότσια για να απεργήσω.
Έχω όμως χρόνο...έμαθα στην υπομονή....και τώρα θα σε δω να πέφτεις...κι εμένα μαζί...να τσακιστούμε.
Κι όσοι επιβιώσουν, με μυαλό καθαρό και μέλη ακέραια, ας προχωρήσουν.
Οι υπόλοιποι, αναγνώστη, είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Για μένα το γράφο τούτο το κείμενο.
Και μην κοιτάς τον τίτλο. Δεν είμαι σκλάβος.
Καμμιά φορά όμως αναρωτιέμαι αν είμαι δέσμιος.

Καλή σου μέρα.

Θ. Σίδερης, 13/06/2013


Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Όλη μου την παιδική λογοτεχνία
ζωντάνεψες απόψε.
Τρία ζευγάρια μολυβένια παπούτσια
έλοιωσα για να σε βρω.
Ανέβηκα βουνά και
κατέβηκα σε σκοτεινές σπηλιές
και πηγάδια.
Έλυσα κατάρες και ξόρκια.
Τους δράκους που
κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά
νίκησα.
Το αθάνατο νερό
από την πηγή της ομορφιάς σου ήπια απόψε.
Το σώμα μου ξύλο και
τα νύχια σου καρφωμένα μέσα του
να μη βουλιάξεις
κι εγώ βυθισμένος μέσα σου.
Παιδί κι ενήλικας στα χέρια σου.
Ψέμμα.
Στα χέρια σου παιδί.
Στα σκέλια σου ενήλικας.

Θ. Σίδερης, 31/05/2013

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Αν-άξονος

Αν-άξονος
========

Ξανά και ξανά
πάνω σε άξονες νοητούς που όριζα
κοιτούσα τη θάλασσα.
Σήμερα μόνο
σήμερα μετά από καιρό
είδα το νερό ολοκάθαρο
τα σκάφη στη μαρίνα
καφετέριες
κι Ορίζοντα.
Κάπου πιο πέρα
ακουγόταν τρένο
(ή μήπως ήταν κάποιο μηχάνημα
εργοταξίου;).
Μα σήμερα
Α! Σήμερα!
Όχι άξονες.
Ούτε λουριά.

Θ. Σίδερης, Μ. Τρίτη 30/04/2013

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Γενάθλια

Γενάθλια
=======
«Χτες το βράδυ, ήμουν στις μαύρες μου»
είπες.
Καθάριζες μηχανικά τα γυαλιά σου,
τριγυρισμένη από άλλα σε βιτρίνες.
Φακούς που όλη μέρα
είτε σε κοιτάζουν
είτε χαζεύουν τους περαστικούς
που σου αφήνουν το τίποτα.
«Νομίζω πως, από δω και πέρα, θα τα λέω γενάθλια»
πικρογέλασες
ρούφηξες τη μύτη σου.
Σκέφτηκα να πω μια χαζομάρα
να τραβήξω το νου σου από εκεί.
Όχι.
Αντ' αυτού είπα
«Ξέρεις
νομίζω πως πρέπει να κοιτάζω συχνότερα μέσα στα μάτια σου.».

Στην Α.Κ.
Θ. Σίδερης, 02/04/2013

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Επιλογές ΙΙ

2004


Άϊ Σιχτίρ

Με πήρατε για σώγαμπρο˙ δε μίλησε κανείς.
Είπα θά ‘χω ζεστό φαΐ, αγάπη, και κρεβάτι.
Μα ήτανε η μάνα σου γκιουλέκας και νταής,
αντί να μπω στο σπίτι της, της μπήκα μες στο μάτι.

Από φαΐ ατύχησα, δεν είσαστε ικανές.
Με φέξατε στο πρόχειρο, σαλάτα και πατάτες
Κι από αγάπη ψέματα˙ κι εσύ κι αυτή κενές.
Οι πλάτες μου ήσαν για σας, του γαϊδουριού οι πλάτες.

Έτσι, δε νοιώθω σπίτι μου˙ ειν’ τόπος διαμονής.
Συνέχεια μου το κοπανάς πως είναι όλα δικά σου.
Μισώ και το σκυλάκι σου, εκείνο το κανίς.
Που πιο πολύ από μένανε κρατάς στην αγκαλιά σου.

Σας τα βροντάω κι έφυγα˙ και μη μιλάει κανείς!
Κράτα παρέα το σκυλί και τα υπάρχοντά σου.
Κι από φαΐ, καλύτερα το λάδι μηχανής
παρά τα τηγανόλαδα που βάζει η μαμά σου.


Ονειρικό

Ήταν η νύχτα που δεν έπεφταν τα αστέρια
και δεν ξεφύγαν του Ωρίωνα οι Πλειάδες.
Σάρκινες σα να ’σαν Συμπληγάδες
ήρθες και έφτιαξες μια αγκάλη με τα χέρια.
Η μόνη ακέρια
                        μέσα σ’ αγκαλιές χιλιάδες.

Έκανε ζέστη; Τάχα έκανε κρύο;
Ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας
τότε που χάθηκε το κατά «μόνας»
κι έγινε ο κόσμος μοναχά για δύο;
Μιας Αμαζόνας το κορμί
                        μού ‘γινε πλοίο.



Γδύθηκε μπροστά μου
μες στα φώτα
            μακάρι να ήταν στο ημίφως.
Γδύθηκε μες στα φώτα,
σταδιακά, καθώς τη φόρτωνα
με τύψεις.
            Δεν το κατάλαβα πώς.
Μου μιλούσε γλυκά. Δεν πρόσεχα.
Φανερώθηκε μπροστά στα μάτια μου γυμνή
και γέμισε ο τόπος με σκοτάδι.
            Στο δωμάτιο
δεν φαινόταν πια τίποτα
                        κρύωνε
κι ούτε εγώ δεν την αγκάλιαζα.
Γδύθηκε μπροστά μου
αργά
και με τρόμαξε.
Η ψυχή μου.



Δεν είναι κρίμα κι άδικο, να βγεις απ’ το τρελάδικο;
Στον Γ. Ρήγα 
Αν και τους παρακάλεσα να δείξουν επιείκεια
Και να σκεφτούν με σύνεση, σαν πάντα, κι ηρεμία,
απ’ όλες τις κουβέντες μου δεν άκουσαν καμία.
Μου βάλαν το πουκάμισο με τα μακριά μανίκια.

Τσιγάρα δεν μου φέρνουν πια˙ φοβούνται μην τους κάψω.
Μα ούτε και κάνα γλυκό˙ φοβούνται μην πνιγώ.
Πάλι καλά που μ’ έχουνε δω μέσα αρχηγό
και την περνάω ζάχαρες˙ γιατί να το αλλάξω;

Σκέφτομαι αν καλύτερα θα είναι εκεί έξω,
ίσως να είναι δύσκολα, μα ελεύθερος θα ζω.
Κι όσο κι αν με νομίζετε όλοι σας για χαζό,
τώρα πια το τρελάδικο εκούσια θα επιλέξω.

Επιλογές Ι

2000

Κοστολόγιο

Είμαι ο πουλημένος φίλος σου
ο γιάπης˙
και ο Αράπης
που φοβούνται τα παιδιά.
Είμαι ανάξιος
ν’ ακουμπάω στην ποδιά της˙
τώρα παλεύω με καλώδια και κουμπιά.
Τυλίχτηκα με σύρματα
και πρίζες˙
δεν είμαι πια ελεύθερος θαρρώ.
Ηλεκτρισμός θά’ ναι
το νέο μου νερό˙
ίνες οπτικές θα γίνουν ρίζες.
Τώρα που ζώστηκα καλώδια
και τσιπάκια
και που συνδέθηκα με δίκτυα ορατά,
θα με ξεχάσουν πια, φοβάμαι,
τα νοητά
και θα με δείχνουν
να ταΐζουν τα παιδάκια.
Όταν εκείνη θα λυπάται
όντας μόνη˙
πού θά’ μαι εγώ να την παρηγορώ;
Φοβάμαι πως
τον εαυτό μου θα αιωρώ
έχοντας κάνει τα καλώδια αγχόνη.


Πλατεία

Α: Κι ο ήλιος;
Β: Αυτός του Ιουνίου;
Α: Ναι. Και τα βραδάκια;
Β: Δεν τα αντέχω.
Α: Βγαίνουμε μέσα
από τα λαγούμια
τα στενά κανάλια
κι ερωτευόμαστε
τυλιγμένοι σα φίδια.
Β: Είναι κακό;
Α: Είναι λίγο.


Όταν...
(Στην Ε)
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
Να βλέπω το βλέμμα              να έχω το αίμα σου
να νοιώθω το σώμα                να ζωγραφίζω το χρώμα σου
να κοιτάω τ’ αστέρια               να νικάω τα ταίρια σου
και να χαϊδεύω το στόμα σου.
- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
κι έτσι...
να ψάχνω το είναι                    να ζητάω το «μείνε»
να μυρίζω τα χρώματα   και    ν’ ακούω τ’ αρώματα
να με φωνάζουν.
- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
κι αν...
φτάνω στα βάθη                      ζω με τα λάθη σου;
Κόψω τα γκέμια                      ζω στα μελτέμια σου;
Ξέρω τα ψέμματα
που θα πεις;

Ανοιχτά είναι˙ θα μπεις;

- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
Κι εμένα...
να με βρέχουν τα σύννεφα      να με φτιάχνουν τα σύνεργα
που διαθέτεις
κι εγώ...           ...ιχνηθέτης
στα δικά σου τα βήματα          τα δικά σου τα κρίματα
να χρωστάω.
Να κοιτάω
πιο μπροστά και πιο πάνω απ’ τα κύματα.

Κι εμένα...       ...να μη με φτάνουν τα σύνορα.

- Μόνο;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
(Σταγόνες μελάνι...)
- Φτάνει;
- Ν’ αγγίζω τα χέρια σου.
Να σ’αγαπάω.


Τελευταίο ταξίδι

Να βάλετε στο στόμα μου μια πρέζα από δυόσμο
και λίγο χώμα απ’ τη γη, την άμμο, της Λευκάδας.
Δύο σταγόνες θάλασσα˙ φουρτούνας, και λιακάδας.
Και στείλτε με αδιάβαστο, εκεί, στον κάτω κόσμο

Να κάψετε το πτώμα μου, να πάρετε τη στάχτη
να την σκορπίσετε ανοιχτά, στο μπλε του Ιονίου
στίγματα μες στη θάλασσα, κι άρωμα Ιωδίου.
Αυτό που τόσο πόθησα, να μη μου μείνει άχτι.

Κι έτσι, με όλες τις ευχές που έδωσε στη γη μου
εκείνος ο καλός Θεός που βρίζουν οι παπάδες
και τόσο υποκριτικά λατρεύουν οι κυράδες
θα κάνω εντυπωσιακή, την τελική φυγή μου.



2001

Αμνησία

Εκλιπαρείς στις προσευχές σου διαρκώς
να σου παρασχεθεί η αμνησία.
Έλειπε απο μας η φαντασία
ή ήμουν μαζί σου πάντοτε κακός;
Με φώναζες συνέχεια «Τειρεσία»
τώρα κατάλαβα πως ήμουνα τυφλός.

Χαμένα ωάρια μετρούσες κάθε μήνα
κι εκείνους που δεν θήλασες εγώ.
Τό ’θελα στο κορμί σου να πνιγώ
Νά ‘μουν τροφή που θα σου χόρταινε την πείνα.
Δεν είναι από το κρύο που ριγώ
φταίει το κορμί σου που σκιάζει την ακτίνα.

Και τώρα, που στα χείλη σου κρεμιέται
μια κάποια λέξη που ζητά ν’αλλάξεις γνώμη.
Να μην την πεις˙ δεν έχει αξία η συγνώμη
όταν από συνήθεια σπαταλιέται.
Ανάξιοι της φύσης όλοι οι νόμοι
όταν για χάρη τους το μάλαμα χαλιέται.


2002

Επί ματαίω

«Ένα πουλί ήταν» είπαν
και προκάλεσε όλο αυτό το κακό.
«Περνούσε...κι όπως πέρασε...κάτι είπε»
Κανείς δεν έτρεμε.
Επιφανειακή συγκίνηση
τρόμος που διαγνώστηκε απλά
ως στιγμιαία, πεπερασμένη αναταραχή.
Μετά,
όλοι στις δουλειές μας
και στα πιάτα που πλένονται.
Ένοιωσε τον εαυτό του
σαν να είχε σώμα, συνειδητά.
Κοίταξε στον καθρέφτη
κι από τους κροτάφους του έπεφταν πούπουλα.


Διάλογος

Α: Το να μιλάς μόνος σου, είναι
     ένα βήμα πριν από την τρέλλα.
Β: Τρέλλα είναι το να μη μιλάς
     καθόλου.
Α: Όποιος σκέφτεται πολύ, στο
    τέλος χαζεύει.
Β: Δεν είναι, απλά, ευτυχισμένος.
Α: Γιατί ποτέ ο καθρέφτης
     δεν δείχνει το ίδιο το είδωλο;
Β: Ο καθρέφτης δείχνει το
     είδωλο. Αυτό είναι που δεν
     καθρεφτίζεται στον καθρέφτη.
Α: Τις νύχτες, δεν μπορώ να κοιμηθώ
Β: Τις ημέρες, δεν μπορώ να ξυπνήσω.


Σημείο/Αφετηρία

Νύχτα ξεκίνησα˙ κι απλώθηκαν τα δίχτυα
του κόσμου πάνω μου˙ μανδύας ταξιδιώτη
κομμάτια έβλεπα, τεμάχιζα τη νιότη
νύχτα ξεκίνησα˙ και συνεχίζω νύχτα.

Και τώρα, ως βρέθηκα εδώ, κοιτάζω μπρος μου
θαλασσινό νερό, και γύρω μου ανθρώποι
γνωστοί μου άγνωστοι, τα πρόσωπα κι οι τόποι
είναι ο κόσμος τους, δεν είναι ο δικός μου.

Κι όμως, ανήκω εδώ. Απλώς, δεν βρήκα θέση
όπου να βολευτώ καλά, νά ‘χω αφετηρία
δεν έχω χρέη πια, δεν έχω τιμωρία
ό,τι μου αρέσει εμέ, κι άμα σ’ αυτούς αρέσει.

Κλείνομαι τώρα πια˙ έχτισα το κουκούλι
μην περιμένετε να βγει μια πεταλούδα
πόσο σιχάθηκα που μ’ έβλεπα Ιούδα!
Φως μες στη μέρα μου, στη νύχτα νυχτοπούλι.


Έλα

Έλα σιγά και πιάσε με απ’ το χέρι.
Πού ήμουν ως τα τώρα μη ρωτάς
μη σταματήσεις όμως να ζητάς
γι’ αυτά που θέλεις να βρεθούμε μέρη.
Δεν είμαι ουρανός, ούτε αστέρι
μοιάζω σκοτάδι˙ και γι’ αυτό μη με κοιτάς.

Τέλειωσαν στα βιβλία μου οι μύθοι
κι ό,τι υπάρχει πιο μπροστά θά’ ναι δικό μου.
Τί ήταν ετούτο το παράξενο κακό μου
να κάνω πάντα την αλήθεια παραμύθι;
Ο ουρανός θαρρώ πως εκκινήθη
για να το βρω κι εγώ το ριζικό μου.

Έλα, αν θες, και πιάσε με απ’ το χέρι.
Μακάρι να σε γνώριζα αυγή
κι εδώ καλά είναι˙ κι ας μην ξέρω πού θα βγει.
Γίναν όλες οι ώρες μεσημέρι.
Κι όσα ο χρόνος και ο τόπος θα μου φέρει
νά ‘ναι του πεπρωμένου μου ταγή.


2003

Επιστολή α

Αν σε φωνάξω «Περσεφόνη», θα γυρίσεις;
Όχι πως δεν υπάρχουν ανθισμένα
κλαδιά τριγύρω˙ μα παιδιά ευτυχισμένα;
Είναι κι αυτές οι πεθαμένες συνειδήσεις…
(…κι αυτές που μας ποτίζουν οι αφυπνίσεις.
Αυτά που βλέπω κάθε μέρα στις ειδήσεις).
Όρθια κορμιά τριγύρω απλωμένα
τόσες καρδιές, γεμάτες, να τρυγήσεις
τόσο μεστές, μα δεν μπορείς να τις αγγίξεις.
Τις τύλιξαν καλά με σύρματα πλεγμένα.
Αν σε φωνάξω τ’ όνομά σου, θα γυρίσεις;
Δεν ξέρω αν θα ‘θελα να γύριζες σε μένα
ή αν θα ‘θελα μονάχα να γυρίσεις.
Τι άλλο να σου πω, οι διηγήσεις
ταιριάζουν πάντοτε σε χρόνια περασμένα
μόνο αν υπάρχει κι ένα μέλλον να γνωρίσεις.
Δεν θα φωνάξω τελικά, και μη ρωτήσεις
γιατί˙ αν είναι να ‘ρθεις, θα ‘ρθεις μοναχή σου
αν είναι να ευχηθείς κάτι, ευχήσου
να υπάρχει κάποιος δρόμος να πατήσεις
που να ‘χει δέντρα, και νερά, για να δροσίσεις
απ’ τις ναπάλμ όσα απ’ τα μέλη έχεις καμένα.
Θυμήσου που είμασταν: αυτό μη λησμονήσεις
Και πού οδεύουμε˙ και μη χειροκροτήσεις.


Το γένος

Είναι απ’ τα γένη το πιο ουσιαστικό
πολλοί το λεν, το πιο όμορφο συνάμα
και πως, που υπάρχει, μοιάζει με όνειρο ή θάμα.
Από τα γένη το πιο αηδιαστικό.

Είναι απ’ τα γένη το πιο κουραστικό.
Το γένος της ζωής και του θανάτου.
Εγωιστικό, θαυμάζει το όνομά του
Κι ενίοτε σκοτώνει και σ’ αυτό.

Πιστεύω, ειν’ το πιο εξευτελιστικό.
Ρεζίλεψε όλα τα άλλα γένη.
Αν έχει αξιοπρέπεια, του απομένει
μονάχα να χαθεί απ’ τον κόσμο αυτό.

Και, ευτυχώς, προς τα εκεί πηγαίνει.


Στη Φυσική Ροή των Πραγμάτων

Στη φυσική ροή των πραγμάτων
χαρές μικρές και επιτυχίες
λύπες πολλές και αποτυχίες
η «ομορφιά των συναισθημάτων».

Ασέβεια γης, αιθέρος, υδάτων
μολύνσεις, θάνατος, πόνος πολύς
τα μόνα τέλεια στους ατελείς.
Και η ελπίδα το «πρώτο μας πιάτον».

Για σκοπούς «υπέρ αδυνάτων».
πρόχειρες κρίσεις και αποφάσεις
δικαιολογίες πολλές και προφάσεις.
Κόπρανα όλων των αποπάτων.

Γκρίζα σύννεφα, γύρω, και σκόνη.
Και εκατόμβες, πολλές, των θυμάτων.