Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Γύρω γύρω όλοι, απ' τη χοληστερόλη...

  Η επάνοδος μετά τις γιορτινές μέρες, συνοδεύεται πάντα με ερωτήσεις περί φαγητού. Το γιατί, δεν το ξέρω.
 Μετά το Πάσχα (καλή ώρα), οι ερωτήσεις έχουν να κάνουν με το πόσο αρνί έφαγες, αν σούβλισες, αν είχες κοκορέτσι κλπ. Δορυφορικές ερωτήσεις όπως αν ήσουν στο χωριό ή αν ήσασταν πολλά άτομα, σχετίζονται μάλλον με την ποιότητα του φαγητού και την απόλαυση των γευμάτων. Παραδόξως, όσο πιο πολλά άτομα, τόσο πιο καλά. Κι ας πέφτει λίγο μικρότερη μερίδα. Ποιότητα-ποσότητα, σημειώσατε 1. Τα κουλούρια, το τσουρέκι και τα αυγά, είναι κομπάρσοι. Δεν συμμετέχουν στις ερωτήσεις. Αποτελούν μέρος της γενικότερης εικόνας.
 Τα Χριστούγεννα, ισχύει κάτι παρόμοιο. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, γαλοπούλες. Γυρίζεις στη δουλειά μετά την άδεια, και δεν μετράς στιγμές γαλήνης (αυτές είναι τόσο πολύτιμες που δεν τις μοιράζεσαι), αλλά μπουκιές.
 Μετά το καλοκαίρι το ίδιο. Ειδικά αν είσαι πιτσιρικάς. Έχεις βάλει από τον Μάη τον αυτόματο μετρητή σε παγωτά και μπάνια.
 Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Θέλω να πω, δεν είναι μόνο η «όμορφη», αλλά κοινή πια, πλευρά του τί φάγαμε και τί ήπιαμε. Η ενηλικίωση, ο σημερινός τρόπος ζωής και...οι φαρμακοβιομηχανίες (μα πως τα συνδυάζω έτσι!) είχαν δεν είχαν μας το χάλασαν το πάρτυ.
 Μπουκιά και χοληστερόλη. Δαγκωματιά και τριγλυκερίδια. Γουλιά και σάκχαρο ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Και μετά...δίαιτες. Είτε για την υγεία σου (λογικό), είτε για την εμφάνισή σου. Πλησιάζει καλοκαίρι και πώς θα βγεις στην παραλία; Ε; Αυτό δεν είναι φαγοπότι. Είναι εισαγωγή σε ενοχικό σύνδρομο.
 Και εδώ εγείρω την ένστασή μου. Ναι ρε! Χοληστερόλη! Και τριγλυκερίδια και απ' όλα! Τις μέρες που πρέπει να φάω κρέας, θα φάω! Αρκεί να έχω, πρώτα ο Θεός, την υγεία μου, φαΐ στο τραπέζι μου και...παρέα! Γιατί μόνος δεν έχει γούστο.
 Θα φάω κρέας και γλυκά τη μέρα της γιορτής που, κατά παράδοση, «πρέπει». Και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη μη σου πω. Και μετά θα φάω λαχανόπιττα. Ή χόρτα. Ή φασόλια. Ή φακές. Ή οτιδήποτε άλλο θα φέρει τον οργανισμό μου σε ισορροπία.
 Χωρίς ενοχή. Με γνώση και μέτρο και απόλαυση. Δίχως να με νοιάζει αν πετάξω λίγο προικίλι (προσωπικά δεν έχω, και, σας παρακαλώ, μη βρίζετε), και χωρίς να με νοιάζει αν η κοπελιά που μ' αρέσει κάνει λίγα ψωμάκια. Ε, και; Αυτήν θα πάρω αγκαλιά, όχι την τηλεόραση! Θα «ξεσκιστώ» στη μάσα και τα γλυκά, όπως θα κάνω το ίδιο και στα χόρτα, τα φασόλια, τα γεμιστά, τα φρούτα. Επειδή είμαι άνθρωπος. Με πάθη και απολαύσεις. Και με συναίσθηση. Κι όχι κουρδισμένη μηχανή να μου μετράνε συνέχεια τα επίπεδα λίπους. Δεν θα βουλώσω τις αρτηρίες μου με υπερβολές, αλλά δεν θα τις αφήσω και αλάδωτες σαν τις ξερακιανές και τους ξενέρωτους που μου προβάλλουν στις οθόνες.
 Γύρω γύρω όλοι, λοιπόν, απ' τη χοληστερόλη. Γιατί ο μόνος τρόπος να την «ελέγξουμε», και όλα όσα εκφράζονται μέσω αυτής, είναι να τη δούμε κάπως χαλαρά. Και όχι με πανικό. Αλλιώς δεν θα απολαύσουμε ούτε την κραιπάλη, ούτε την επάνοδο στα φυσιολογικά επίπεδα. Όλα θα είναι καταπίεση.
 Και δεν αντέχεται η ρημάδα.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Περί συγγραφής, συζητήσεων και άλλων τινών

(Στην Σταυρούλα Τζανετοπούλου).

 Είναι κάποιες μέρες (ή βράδυα, αν θέλετε), που υπάρχει η ανάγκη για γράψιμο. Νοιώθεις πως υπάρχει κάτι εκεί, μέσα σου, που σέρνεται σα φίδι. Κομμάτια από χαρά ή λύπη ή θυμό (κυρίως θυμό), που θέλουν να βγουν προς τα έξω, σε έναν κόσμο που σε μπερδεύει. Μαζεύεις πράγματα μέσα σου, τα γυρίζεις στη σκέψη σου, βρίσκεις λέξεις, φράσεις, παραγράφους, δομές, λες «Ωραία το σκέφτηκα!», κι όταν κάτσεις να γράψεις...τίποτα. Τζίφος.
 Αλλά, φιλαράκο, θες να το γράψεις μόνος σου, σωστά; Να πεις «Μόνος μου το σκέφτηκα! Μόνος μου το έγραψα! Εγώ!».
 Και το φίδι δεν φεύγει...παραμένει εκεί...κι εσύ περιμένεις τη μέρα που η αγωνία σου για έκφραση θα συμπέσει με το συγγραφικό σου τάλαντο και με το ψώνιο σου.
 Αμ δε!
 Και συνεχίζεις να σκέφτεσαι για έναν κόσμο που κανείς δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει, και που είναι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα...
 Εκεί όμως που λες πως δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω να σε ακούσει, και ξεκινάς να ουρλιάζεις μέσα σου, στη σιωπή, εκεί βλέπεις να εμφανίζονται άνθρωποι που ακούν το λόγο σου και σε εκπλήσσουν με τον δικό τους. Εκεί που λες πως η κατάντια μας μας έχει κάνει τυφλούς και κουφούς, εκεί βλέπεις να εμφανίζονται άνθρωποι με ικανότητα όχι μόνο να ακούσουν, αλλά και να μιλήσουν. Μόνο που οι κουβέντες αυτές μένουν κατά κάποιον τρόπο "υπόγειες". Δεν βγαίνουν παραέξω. Δεν γίνονται κτήμα των πολλών. Σαν να αποτελούν μικρούς θησαυρούς που μοιραστήκαμε με άτομα που μας εμπνέουν ή που/και αγαπάμε, και θεωρούμε πως, αν τα μοιραστούμε, θα απομείνουν στα χέρια (και μέσα μας) λίγα μόνο ψήγματα χρυσάφι. Σαν να είναι μυστικά που δεν πρέπει -μέσα από έναν αδικαιολόγητο ψυχαναγκασμό- να μοιραστούμε με κανέναν.
 Και τότε, μέσα από την επαφή με τους άλλους, μέσα από τις κουβέντες, βλέπεις τις σκέψεις σου να ολοκληρώνονται, να τροποποιούνται, να μετουσιώνονται σε κάτι καλύτερο, ακόμη και να αλλάζουν εντελώς. Και τότε συνειδητοποιείς, λίγο λίγο, μέσα από μία πανέμορφη φυσική διαδικασία, πως τώρα πια μπορείς να γράψεις. Πως ο λόγος σου μπορεί πια να βγει στο χαρτί (ή στην οθόνη) ευκολότερα. Και πως παραμένει δικός σου. Παραμένουν οι σκέψεις σου, παραμένουν οι αγωνίες σου, οι φόβοι σου, οι κατακτήσεις σου. Πως δεν οικειοποιείσαι σκέψεις άλλων και πως, στην τελική, αν το κάνεις, τους αναφέρεις.
 Αλλά μπορείς να γράψεις. Όπως μπορούσες από πάντα. Σε κράταγε όμως εκείνος ο εγωϊσμός να είναι όλα όσα θα έγραφες δικά σου. Κτήμα σου εξ αρχής. Τάχα μου δημιούργημά σου. Ξεχνώντας πως, αν δεν βγεις εκεί έξω, αν δεν μιλήσεις, αν δεν συζητήσεις, αν δεν ακούσεις, δεν έχεις τίποτα στα χέρια σου. Πως εσύ έχεις το ταλέντο (όσο έχεις τέλος πάντων), ναι, έχεις την πηγή της έμπνευσης, την αιτία για να γράψεις κάτι, αλλά χωρίς την επαφή με τους άλλους, δεν έχεις εκείνη την άγνωστη παράμετρο που θα σε βοηθήσει να κάτσεις να το κάνεις, δεν έχεις τον αντίλογο που χρειαζόσουν μέσα σου, δεν έχεις την αφορμή.
Και τότε, κάνεις δύο πράγματα που ήθελες να κάνεις καιρό.
Πρώτον, και κυριότερον, πιάνεις και πάλι την πέννα σου.
Δεύτερον, ξεκινάς ένα blog.
Και αυτό, το δεύτερο, να ανοίγεσαι και να μοιράζεσαι, θέλει πολλά κότσια φίλε μου. Πολλά.
Κι εκεί είναι που καταλαβαίνεις πως πας καλά...

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Κάθε πρωΐ που κίναγα να πάω στη δουλειά...

...έσπαγαν τα νεύρα μου!
 Πρώτα απ' όλα, μπαίνεις στο αυτοκίνητο. Μόνος σου. Μόνος σου πας, μόνος σου έρχεσαι. Κι αν καμμιά φορά συμβεί να 'χεις κάποιον δίπλα σου, συνήθως είναι στην μούγκα. Ή τσακώνεσαι. Και λες "Καλύτερα μόνος μου". Δεν είναι το μοίρασμα του κόστους της βενζίνης. Οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ αυτό το κόλλημα. Είναι το να λες μια κουβέντα, και το να αποφύγεις τη σκέψη "Κρίμα να παίρνω το αυτοκίνητο μόνο για ένα άτομο".
Παρένθεση: "Πάρε λεωφορείο", θα πείτε. Κι απαντώ: Έλα να ζήσεις ένα μήνα στην Πάτρα και να χρησιμοποιείς τις αστικές συγκοινωνίες, και θα δεις ότι το κόστος (τώρα πια) και η ταλαιπωρία, σε κάνουν να λες "Όχι μονάχα μόνος με αυτοκίνητο, αλλά και μόνος με φορτηγό πάω, προκειμένου να αποφύγω αυτό το πράγμα". Γι' αυτόν τον λόγο άλλωστε η Πάτρα έχει γεμίσει με αυτοκίνητα, τα οποία δυσχεραίνουν τις ούτως ή άλλως γελοίες συγκοινωνίες. Κλείνει η παρένθεση.
 Δεύτερον, είναι η επιλογή διαδρομής. Έρχεται ένα συγκεκριμένο σημείο, που πρέπει να επιλέξεις. Πάω απο 'δω, ή πάω απο 'κει; Το μποτιλιάρισμα σε κάθε μια από αυτές θα μπορούσε να εκφραστεί με το γράφημα της εφαπτομένης. Ξεκινά να γεμίζει σιγά σιγά με αυτοκίνητα, γίνεται ένα μποτιλιάρισμα γερό, και μετά εξαφανίζονται όλα. Για τη μία από αυτές, δεν μπορώ να προβλέψω. Για την άλλη, απλά βλέπω αν τα αυτοκίνητα μπροστά μου φεύγουν εύκολα ή όχι. Αλλά στο τέλος, το μπάχαλο δεν το αποφεύγω.
 Τρίτον, η ευγένεια. Καλά, εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είναι και το καλό μου σημείο. Μπινελικώνω αβέρτα. Ειδικά όταν κάποιος στρίβει χωρίς φλας (μιλάω κι εγώ που ξεκινώ με τα αλάρμ), στους ταξιτζήδες ("Εγώ είμαι επαγγελματίας, πάω για το μεροκάματο". Ναι, ενώ εγώ πάω για ψώνια και καφέ), και σε άλλους έξυπνους που θεωρούν πως κάτι κάνουν αν μπουν μπροστά σου. Εκείνο που με εξοργίζει, είναι όταν παραχωρώ προτεραιότητα σε κάποιον, και δεν χαιρετά. Σήκωσε λίγο το χέρι σου, κάνε ένα κοφτό κορνάρισμα, κάνε ένα σινιάλο με τα φώτα στην τελική. Οι περισσότεροι το κάνουν. Κάποιοι όχι. ΕΚΕΙΝΕΣ που σπάνια το κάνουν, είναι οι γυναίκες. Λες και κουβαλούν ακόμα την περηφάνια που, επιτέλους, οδηγούν. Ένα κόμπλεξ αρρωστημένης ανωτερότητας (ή κατωτερότητας) από τα χρόνια του 1950. Στις σπάνιες περιπτώσεις που μια γυναίκα μου παραχωρήσει προτεραιότητα (Ω ναι! Συμβαίνει!) χαιρετώ όχι μόνο με νεύμα, αλλά και με χαμόγελο. Αν το κάνατε κι εσείς, κυρίες μου, ίσως να φτιάχνατε τη μέρα ενός μοναχικού οδηγού που πήρε την "Ντόλυ" του για να πάει τον δρόμο του.
 Αν και έχω μιλήσει κι εγώ (ελάχιστες φορές) στο κινητό την ώρα που οδηγάω, νοιώθω απέχθεια για όσους το κάνουν. Τυπάς με το κινητό στο χέρι να σε προσπερνάει ή να στρίβει στη διασταύρωση που περιμένεις. Και να λες, "Τώρα θα μου φάει το φανάρι". Έχω πετύχει κυρία με SUV να το κάνει, και μέχρι να στρίψει χωρίς να βρει πάνω μου, έριχνα τα μπινελίκια μου. Άλλοι τυπάδες με μηχανάκι, χωρίς κράνος, με το κινητό στο ένα χέρι και το άλλο στο τιμόνι. Κι αν πέσει πάνω σου, άντε να βγάλεις άκρη.
 Κι εδώ περνάμε στα δίκυκλα. Οδηγώ δίκυκλο. Έχω πάει στη δουλειά και με ποδήλατο. Άρα, σέβομαι τους δικυκλιστές, Και τους ποδηλάτες. Κρατώντας αποστάσεις, περιμένοντας πίσω τους μέχρι να βρω την ευκαιρία να προσπεράσω, προσπερνώντας τους αφήνοντας όση περισσότερη απόσταση μπορώ. Αλλά ρε μάστορα, όταν χώνεσαι μπροστά μου με κοφτό στρίψιμο ενώ πορεύομαι κανονικά, όταν δεν φοράς κράνος, κι όταν νομίζεις ότι το σκούτερ σου σε έκανε Valentino Rossi, κι ότι ο δρόμος είναι πίστα, πας γυρεύοντας. Στην τελική, αν όντως νομίζεις ότι έτσι είναι, φόρα το κράνος σου! Κι εσείς, κυρίες, δεν σας χαλάει τη μόστρα το κράνος. Αντίθετα, σας κάνει γλυκύτατες. Ξέρετε τι κόπος είναι να πηγαίνω σιγά και προσεκτικά για να προλάβω να δω τα προσωπάκια σας όταν το φοράτε;
 Και περνάμε στην τελευταία κατηγορία. Τους πεζούς. Ή μήπως πρέπει να τους λέω πεσσούς, όπως στο σκάκι; Πάνε για θυσία! Εντάξει, όλοι έχουμε περάσει τρέχοντας, όταν μόλις έχει ανάψει το κόκκινο για μας (αλλά όχι ακόμη για τα οχήματα), όλοι έχουμε περάσει από τον δρόμο και όχι από τις διαβάσεις, αλλά τουλάχιστον κοιτάγαμε δεξιά και αριστερά! Τώρα κοιτάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση ή βάζουν το κεφάλι κάτω και περνάνε! Σε βλέπουν ότι έρχεσαι, αλλά θεωρούν δεδομένο ότι θα σταματήσεις! Και καλά οι γιαγιάδες ή οι παππούδες, αυτοί δεν μπορούν να περπατήσουν γρήγορα. Αλλά κάτι τυπάδες και κάτι κυράτσες; Καλά να έχεις παιδί, αλλά όταν είσαι μόνος σου;
 Και περνάω στον διδακτισμό: Ήμασταν που ήμασταν εγωϊστές, τώρα η κρίση μας έκανε μελαγχολικούς, απρόσεκτους, αφού ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Κι αν δεν ξυπνήσουμε έγκαιρα, "παίζει" καμμιά μέρα να γίνει κανά ατυχηματάκι, και να ξυπνήσουμε σακατεμένοι. Ή να μην ξυπνήσουμε καθόλου.

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Singing a song that may be wrong

 Quite a few times in my life, I have been somehow 'obsessed' by a song. The music...the lyrics...the performance.
 I remember that happening when I was a kid. But, mostly, when I was a pre-graduate University student. I used to record certain songs on tape (No, I am not THAT old!). Then playing them again and again and again. You see, I was listening mostly to a certain radio station which did not give any information related to the singer or band, name of the song etc.
 So, I used to play these songs again and again and again, until I could know by heart as much of them as I could. And, although I did not always manage to find out the true lyrics (due to words that sound the same or phrases that are proverbs, quotes etc.), this whole procedure improved my English.
 One of the songs I have listened to as a child, was 'Hideaway' by Cokney Rebel. I thought it was about a group of thieves, who had made a good 'job' and managed to escape the borders. Funny, huh?
 A few years ago, a newspaper of the so-called "yellow press" or "Lifestyle press" was providing each week a cd of classic rock albums. Alice Cooper, Lou Reed, Blondie, Socrates, are just some of the names. Among them? Oh, yes! Cockney Rebel! And, through this, I found out the true lyrics of the song.
 Did I get disappointed? No! Not at all! The word "borders" was actually "bodies". And the loot was...hearts. Quite interesting.
 Another song that belongs to this 'category', is "Corsica" by Petru Guelfucci. I have listened to it through a transmission by a radio producer I like a lot. When I was listening to it, I could close my eyes and imagine my own Fatherland, Athani in Lefkada. Walking in the mid-summer through an olive grove, arid weed etc. So, I thought somehow that, more or less, the lyrics should be like that.
 I was not far from the truth. You see, nowadays, internet helps a lot find lyrics and, even though sometimes they may not be entirely correct, they can help complete the whole picture. I think it was my twin bro who looked it up first. So, the lyrics of Mr. Guelfucci do not speak about a man walking in an olive grove (I did not expect it to be so, anyway). But they speak of a wild rock in the sea, unique, tender, pure, quiet yet rebelling, generous and hospitable. Corsica.
 And that was not so far from what my country is...or used to be. Or can be again. So, the image in my mind was not so far from the truth.
 Listening to a new song in a foreign language that one knows or is currently learning, is a wondeful experience. And it can be very tutoring. And, in order to enjoy it most, let's listen to the song a few times, looking up in our dictionaries, before we start browsing. The beauty lies in the mystery, doesn't it?

Here we go. An Introduction

Hello.

 My name is Theodoros Sideris, and I live in Patras, Greece. My origin, though, is from the beautiful island of Lefkada.
The rest will be probably be known in the future.
 After a lot of thinking, I decided to create a blog. In order to write about things that make me happy, sad, angry or apathetic. Or just post my personal point of view on various aspects of life.
 I will try to write in English and Greek. Depending on the mood and the subject. If you need any translation, you can just ask.
 I hope my blog will be a source of humour, comfort, food for thought or 'healing' not only for me, but for others also.