Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Το μαύρο παραμύθι V

Το μαύρο παραμύθι V
==================

Η θάλασσα.
Στην αρχή
έστελνε μικρές ψιχάλες
έβρεχε τα πρόσωπα
            των ανθρώπων.
Έπειτα
            γλώσσες αλμυρού νερού
πετάγονταν
άρπαζαν ανθρώπους
τους τραβούσαν μέσα
στο πέλαγος
βαθιά
στο βυθό.
Φοβήθηκαν
            οι άνθρωποι
πώς ήταν η τιμωρία
πως η θάλασσα
έπαιρνε τους ανάξιους.
Δεν ήταν έτσι.
Όταν
            άρχισε να ξερνά
                        το άδικο
            ναυάγια
                        πνιγμένους σε φονικά
            σκουπίδια
γλοιώδεις μπάλες
πετρέλαιο
κατάλαβαν οι άνθρωποι πως
έπαιρνε τους άξιους.
Εξαγνιζόταν.
Ξέσπασε τότε
            σε άγρια κύματα
έμπαινε στους δρόμους
έπαιρνε ανθρώπους
μα δεν ξέπλενε
τα κόπρανα και τους εμετούς και το αίμα
μόνο άφηνε
            κουφάρια
σκουπίδια
μέταλλα
αποτσίγαρα.
Κάπου κάπου
            έπαιρνε παιδιά
μα κι από κείνα μόνο
λίγα
τι γνώριζε το νερό ποιό
από δαύτα θα γινόταν
άνθρωπος
και ποιό τέρας.
Κι όταν πια μετά από ώρα
ηρέμησε το νερό
φάνταζε στο Ορίζοντα
γαλανό
            και
                        καθαρό
όμορφο όσο
ποτέ
όσο πάντα.
Κι απέμειναν οι άνθρωποι
ματωμένοι
παγωμένοι απ’ τα νερά
ανάμεσα σε σκουπίδια
ποτισμένα με αλμύρα
και κουφάρια που
            σάπιζαν
για αιώνες.

Θ. Σίδερης, 21/02/2014

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Το μαύρο παραμύθι IV

Το μαύρο παραμύθι IV
==================

Έπιασε να βρέχει.
Στην αρχή ένα όμορφο
δροσερό ψιλόβροχο
έπειτα μια δυνατή βροχή.
Άπλωναν οι άνθρωποι τις παλάμες
            προς τον ουρανό
έστρεφαν τα πρόσωπα
προς τα πάνω
και γελούσαν
γελούσαν.
Τότε
            τη στιγμή ακριβώς
που τους είχε κυριεύσει
μια νωθρή γαλήνη
οι σταγόνες άλλαξαν υπόσταση
έγιναν μαύρες
            σαν σπάνια μαργαριτάρια
καθρέφτιζαν στους ανθρώπους
            τα σφάλματά τους.
Έπειτα,
είτε έσκαγαν στον αέρα
είτε πέφτοντας κάτω έσπαζαν σε κομμάτια
θρύψαλλα μαύρο γυαλί
            πετάγονταν ολόγυρα
έκοβαν τα πόδια των
ανθρώπων
άφηναν αμυχές
            στα πρόσωπα
στα χέρια
τύφλωναν μάτια.
Ουρλιαχτά γέμισε πάλι
            ο τόπος
            και απόγνωση.
Ξυπόλυτοι πολλοί
απογυμνωμένοι
            από διάθεση
μουσκεμένοι
            από τη βροχή
έμεναν οι άνθρωποι
ακίνητοι.
Φοβισμένοι.
Τότε ήταν
που ξέσπασε η θάλασσα.

Θ. Σίδερης, 19-20/02/2014

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Ομίχλη

Ομίχλη
=======

«Λοιπόν…»
            κάθεσαι στον καναπέ
                        σταυροπόδι
η κούπα με τον καφέ
            αχνίζει
ζεσταίνει τις παλάμες σου
«…θα μου πεις
γιατί με λες Ομίχλη;».
Τί να σου πώ;
Πώς να σου εξηγήσω;
Από το πουθενά πετάχτηκαν
            τα χέρια σου
            μ’ αγκάλιασαν
ένοιωσα το χάδι,
με δρόσισες
            νέες μυρωδιές ήρθαν
στα ρουθούνια μου
ακούω
            νέφη να θροΐζουν
γύρω μου
τα δάχτυλά μου
            παίζουν με σύννεφα
γεύομαι
            δροσιές
και, συνέχεια
            συνέχεια
προσπαθώ να δω μέσα σου.

Θ. Σίδερης, 19/02/2014

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Βήματα II

Βήματα ΙΙ
==============

Λοιπόν,
περπατούσα
δεν έτρεχα.
Στην αρχή
δεν έδωσα σημασία στις λάσπες
ήταν μόνο
στις σόλες των παπουτσιών μου.
Σιγά σιγά
ανέβηκαν στους ταρσούς
στις κνήμες
και μόνο όταν
έπιασαν σφιχτά τα γόνατα
ξεράθηκαν
κι έπεσα
μπρούμυτα στο χώμα
δύσκολες οι ανάσες μου
ξύπνησα.
Σηκώθηκα
γεμάτος λάσπες
με τα νύχια έξυσα
τους νάρθηκες απ’ τα πόδια μου.
τα παπούτσια μου πέταξα
και τις κάλτσες
τα μπατζάκια γύρισα σαν ψαράς στα ρηχά
και τώρα
περπατάω ξυπόλυτος στο παγωμένο χώμα
στη λάσπη
στα βότσαλα.
Όχι,
            δεν θέλω να τρέξω.
Να περπατάω θέλω
            και να βλέπω
            τις ακρογιαλιές
και τα δέντρα.
Αλλά να περπατάω.
  
Θ. Σίδερης, 04/02/2014