Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Η κλωστή

Η κλωστή

Όπως στεκόταν
στο δωμάτιο
είδε μπροστά του
μια κόκκινη κλωστή
            να αιωρείται στον αέρα.
Την τράβηξε και
            ξετυλίχτηκε μπροστά του
            ολόκληρη η ζωή του.
Μνήμες
            πικρές
            γλυκές
λανθασμένες αποφάσεις
σωστές κρίσεις
βλέμματα ερώτων
            κλάμματα
επιτυχίες
            αποτυχίες.
Έμεινε έπειτα
η κλωστή
ανάμεσα στα δάχτυλά του.
Άναψε ένα σπίρτο
και την έκαψε
αφήνοντας τις στάχτες της
να σκορπίσουν στον αέρα.

Θ. Σίδερης, 21-22/11/2016

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Τρεις

Τρεις

Ο ένας
δεν κοιτούσε ποτέ τα πρόσωπα.
Είτε
            στο δρόμο, περπατώντας
τους περαστικούς
είτε στην οδήγηση
            σ’ εκείνους που έκλειναν τον δρόμο
ή άφηναν προτεραιότητα.
Στα εστιατόρια
            παράγγελνε κοιτάζοντας τον κατάλογο.
Σε κάθε συνδιαλλαγή
το βλέμμα είχε αλλού.
Ακόμη και στον έρωτα
τα μάτια τα είχε κλειστά
να μην γεύεται τα βλέμματα.

Ο άλλος
δεν χόρταινε.
Έψαχνε τα πρόσωπα.
Χαμογελώντας ή όχι
κοιτούσε γύρω του
τους άλλους
Αναζητούσε τα βλέμματα
τις εκφράσεις.
Στις συνδιαλλαγές
πάντα κοιτούσε πρόσωπο.
Στον έρωτα
το βλέμμα βύθιζε σε βλέμμα.


Κανείς από τους δύο εαυτούς δεν επιβίωσε.
Τους σκότωσα τη μέρα που έμαθα να κοιτάζω Ορίζοντα.

Θ. Σίδερης, Σεπτέμβρης 2016

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Συλλέκτης

Συλλέκτης

Ζει στη γειτονιά μας
ένας άνθρωπος που
για καιρό
μάζευε βουνά.
Βράχους και
σωρούς από χώμα
στοίβαζε.
Γέμιζε τα δωμάτια με
σκοτάδι από σκιές.
Μόνο τις πηγές
δεν μάζευε.
Κρύο, καθαρό και γάργαρο νερό
δεν υπήρχε στο σπίτι του.
Μια μέρα
η γυναίκα του τον άφησε
για έναν ψαρά.
Βγήκε τότε αυτός στο μπαλκόνι
κι άρχισε να πετά βράχους
στους περαστικούς.
Έβγαινε στο δρόμο και
σκορπούσε ολόγυρα χούφτες χώμα
καθώς περπατούσε.
Ολάνοιχτα άφηνε τα παράθυρα
άνεμος από μέσα
έφερνε έξω πέτρες και χώματα.
Τώρα το σπίτι του είναι φωτεινό
ακούγονται γέλια και φωνές
και κάπου κάπου από την πόρτα
τρέχει νερό.

Θ. Σίδερης, 25-28/07/2016

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Ζωντανά Οδοστρώματα

Ζωντανά Οδοστρώματα

I
Περνώντας
την τελευταία σήραγγα
της Περιμετρικής Πατρών
βρέθηκα
από ηλιόλουστο πρωινό
σε συννεφιά
απαλή γκρίζα
θολό τοπίο.
Ομίχλη ήταν
πάχνη
από τη θάλασσα
ανέβαινε στις πλαγιές.

II
Και είπα
Έτσι και οι ζωές
των ανθρώπων
από το φως
στο γκρίζο
(και στο σκοτάδι της σήραγγας, βεβαίως)
και πάλι στο φως.
Για πόσο;
Για πόσο…

III
Και είδα
χέρια
να βγαίνουν από
τη σήραγγα πίσω μου
να απλώνονται
να με κυνηγούν
χέρια και από το
οδόστρωμα γύρω μου
τρύπησαν
το πάτωμα του αυτοκινήτου.
Ένα
μπήκε στο στέρνο μου
έπιασε την καρδιά μου
την ξερίζωσε
μου την έδειξε
μπροστά μου να χτυπά.
Βρωμούσε σαπίλα
χτυπούσε
ώσπου πήρε φωτιά
και σαν Φοίνικας
φάνηκε πάλι ολόλαμπρη.

IV
Δεν κατάλαβα πότε
βρέθηκα παρκαρισμένος
μπροστά στη δουλειά.
Πότε βρέθηκα
παρκαρισμένος
πλάϊ στη ζωή μου
μέσα στη ζωή μου
μπροστά από τη ζωή μου.

Θ. Σίδερης, 01/04/2016